Μια ιστορία αυτογνωσίας και μεταμόρφωσης στην ψυχοθεραπεία από την θέση του θεραπευόμενου. Θυμάμαι, αρχικά ως παιδί κι αργότερα ως έφηβος, να βγαίνω από μαγαζιά, ψιλικατζίδικα, περίπτερα, βιβλιοθήκες, κρατώντας στα χέρια μου, σε μια τσάντα, ή στις τσέπες μου κάποιο κλεμμένο αντικείμενο. Ένα περιοδικό, ένα βιβλίο, ένα παιχνίδι, ή κάτι άλλο.
Πάντα κάτι που δεν το είχα άμεση ανάγκη. Κάτι που δεν μου έλειπαν τα χρήματα που χρειαζόμουν για να το αγοράσω, όμως δεν ήθελα να τα ζητήσω. Δεν ήθελα να πληρώσω γι αυτό. Θυμάμαι που έκλεβα χρήματα κι από την τσέπη του παντελονιού του πατέρα μου.
Με ανακαλώ να κοιτάζω τα κλοπιμαία στα χέρια μου διατηρώντας συνήθως μια αμφιθυμική διάθεση: Από την μια, την ευχαρίστηση πως τα κατάφερα να ξεγελάσω τον μαγαζάτορα, ή τον πατέρα μου. Πως πάλι διέφυγα λαθραία. Κι απ’ την άλλη, με μια ενοχή ανάμεικτη με θλίψη που ακόμα μια φορά δεν έγινα αντιληπτός από κανέναν. Που διέφυγα δίχως κυρώσεις, χωρίς να πληρώσω συμβολικά κάποιο αντίτιμο για την παράβασή που έκανα.
Πολύ αργότερα, στην προσωπική μου αυτογνωστική πορεία, συνειδητοποίησα πως οι σποραδικές μου παιδικές παραβάσεις δεν στόχευαν στα κλεμμένα αντικείμενα. Μετά την κλοπή, περισσότερο μου προκαλούσαν αδιαφορία κι αμηχανία παρά χαρά και διάθεση να τα χρησιμοποιήσω. Ούτε με συγκινούσε ψυχικά, ούτε καμάρωνα για την ικανότητα μου να παραβαίνω τον νόμο και να βγαίνω αλώβητος.
Το ασυνείδητο μου κίνητρο ήταν η επιθυμία να πιαστώ επιτέλους από κάποιον. Κάποιος ενήλικας να με αντιληφθεί. Να αναγνωρίσει και να διερευνήσει την παρουσία μου πιστοποιώντας την παράβαση. Να μου δείξει πως υφίσταμαι ως πρόσωπο, ως παιδί που, επειδή δεν γνωρίζει τον καλό, είναι εκεί κάποιος μεγάλος, που επειδή ενδιαφέρεται θα μπορέσει να του το διδάξει. Πως μπορώ να νιώθω ασφαλής αφού υπάρχει κάποιος ενήλικος, παρών ως συμβολικός φορέας του Νόμου. Ένας ενήλικος που ξέρει, σέβεται και μπορεί να εφαρμόσει και να μεταλαμπαδεύσει την αξία του Νόμου. Ένας υπεύθυνος άλλος, ικανός να με σταματήσει, βάζοντας όριο στον κίνδυνο της θανάσιμης στιγμιαίας παρόρμησης και απόλαυσης.
Μου ήταν πια φανερό πως ο πατέρας μου, αν και άνθρωπος που μεριμνούσε με ενδιαφέρον και φροντίδα για την οικογένειά του, ήταν ανεπαρκώς παρών στην ζωή μου ως συμβολικός εκπρόσωπος του Νόμου που οριοθετεί και διαμορφώνει την επιθυμία. Αφού δεν ήταν ποτέ σε θέση να αρθρώνει πραγματικά «όχι», που είχαν ρεαλιστικές συνέπειες για τον εαυτό του και στους άλλους. Δηλαδή, δεν ήταν ικανός να θεσπίζει και να τηρεί δεσμεύσεις κι απαγορεύσεις ως δώρα του Νόμου που συγκρατεί και -γι αυτό- ενισχύει την Επιθυμία. Την Επιθυμία που, ως σπόρος διψασμένος για νερό, περιμένει στο χώμα κάποιον να του παρέχει τις συνθήκες εκείνες που θα του επιτρέψουν να γονιμοποιηθεί, για να εξανθρωπιστεί η ζωή από την ελπίδα.
Αν και πολύ δοτικός ως άνθρωπος, ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί αρκετά παρών για να ακροαστεί τα λόγια μου, να ψυχαναιμιστεί τις επιθυμίες που λανθάνουν σε όσα δεν λέω, κι όσα θα ήθελα αλλά δεν μπορούσα να πω, επιβεβαιώνοντας με με αυτόν τον τρόπο πως έχω το δικαίωμα να νιώθω λειτουργικά παρών ως παιδί και ως έφηβος, υπό την σκέπη της αντίληψης ενός φερέγγυου ενσυναισθητικού ενήλικα.
Έκλεβα γιατί ο ίδιος πρώτα αισθανόμουν πως με είχαν κλέψει. Μου είχαν στερήσει την αναντικατάστατη ασφάλεια του Νόμου του Λόγου που εγγυάται ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο οριοθετημένης διαπαιδαγώγησης. Ένα πλαίσιο που επιτρέπει στην παιδικότητα να ευδοκιμήσει και να αποδώσει τους καρπούς της εξωτερικευμένης εφηβείας και της μεστής ενηλικίωσης. Προσκαλώντας τον Νόμο να εφαρμοσθεί στην παράβαση, προσκαλούσα κάποιον «μεγάλο» να διαβάσει σωστά το επίμονο συμβολικό μου αίτημα για αναγνώριση, επιβεβαίωση και μαρτυρία ζωής. Ζητούσα να μου αποδείξει πως μπορώ να είμαι «μικρός» κι αυτό να είναι για μένα ασφαλές και λυτρωτικό.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη η δυσφορία των νέων, γιατί νιώθουν ολοένα και πιο εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους. Αδειασμένοι γιατί όλο και λιγότερο υπάρχουν στον κόσμο των ενηλίκων. Σ’ έναν κόσμο που διαμορφώνει όλο και λιγότερους ενήλικες.
Ως ενήλικος δεν ορίζεται κάποιος με κριτήριο την χρονολογική του ηλικία, την ημερομηνία δηλαδή της γέννησής του, αλλά από την ικανότητά του να ενέχεται, να υπακούει σ’ έναν εσωτερικό Νόμο, να τηρεί της εξωτερικές του δεσμεύσεις, να είναι πρόθυμος να αναλάβει τις συνέπειες των λόγων και των έργων του.
Σ’ έναν κόσμο που έχει κατ’ ουσίαν απορρίψει και καταργήσει την συμβολική διαμεσολάβηση των θεσμών ως «σκληρών» μοχλών ενηλικίωσης και υπευθυνότητας. Σε μια μετανεωτερική κοινωνία που έχει βάλει στην θέση του θεσμού την λατρεία της υποκειμενικής θέσης και θέασης, που έχει νομιμοποιήσει την απόλαυση που προκύπτει από την κατάχρηση των αντικειμένων ως τελικό σκοπό ζωής, οι ενήλικοι μοιάζουν τελείως χαοτικοί και χαμένοι.
Διαβάστε επίσης: Πίσω από την υπερπροστασία γονιών & κηδεμόνων
Ναυαγοί στον ίδιο ωκεανό με αυτόν που χάνονται και τα παιδιά τους. Υιοθετούν το ίδιο lifestyle σκέψης, επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης με αυτό των παιδιών τους. Ντύνονται συχνά όπως τα παιδιά τους. Παίζουν με τα gadgets και τα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια. Ενδίδουν χωρίς αντίσταση στις «in» παραφθορές της γλώσσας που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους, στην ίδια θλίψη που επιβάλει η μονομερής θέωση του υπερ-ηδονισμού ως αυτοσκοπού.
Αρνούνται να δουν κάποιο εγγενές νόημα στο μεγάλωμά τους. Αντίθετα, υποκύπτουν ανενδοίαστα στην εκζήτηση της αιώνιας νεότητας ηρωοποιώντας εκείνη την ανωριμότητα που προτείνει ως εύκολη λύση από την μιζέρια μια ανέμελη κι ανεύθυνη ευτυχία.
Επειδή δεν είναι στην ψυχική θέση να αποδεχτούν την ευθύνη που ενέχει ο παιδαγωγικός τους ρόλος ως ενήλικες και ως γονείς.
Σκοτώνοντας τον Νόμο αποσυνδέονται από την ζωτική κλήση της επιθυμίας που εμπνέει και καθοδηγεί την ύπαρξη προς τον ύψιστο σκοπό της, την προσωπική αυτοπραγμάτωση.
Στερούν σταδιακά από τις ψυχές τους τα πιο ασφαλή εχέγγυα του νοήματος, βάζοντάς τες στους αδιέξοδους δρόμους μιας αυνανιστικής μηχανικότητας που λατρεύει το τίποτα. Βυθίζουν τους εαυτούς και τα παιδιά τους στο ατελέσφορο της μοναξιάς που έχασε τον πόθο ακόμα και της παρηγοριάς της. Η καταφυγή στον υπερηδονισμό ως αντίδοτο στην υπαρξιακή ανία δεν είναι σοβαρή απάντηση στην μοναξιά.
Του λόγου το αληθές το επιβεβαιώνουν οι αυξανόμενες στρατιές των μονοσυμπτωματικών ασθενών: Των νέων με ανεξήγητες κρίσεις πανικού, των τοξικομανών, των εξαρτημένων από τον τζόγο και τα τυχερά παιχνίδια, των ανορεκτικών κοριτσιών, των καταθλιπτικών. Των εκουσίως κι απροσχημάτιστα αποσυρμένων από την ζωή. Όλων αυτών των νεαρών που εγκαταλείπουν σχολείο κι εργασία για να αποχαυνώνονται ολοήμερα και ολονύχτια στον υπολογιστή.
Τα παιδιά, απογυμνωμένα από την ασφάλιση κάθε κανονιστικού πλαισίου, εκτίθενται σε μια, δίχως προσπάθεια, όρους και όρια, γνώση –αυτήν του διαδικτύου- με τον ίδιον ανεξέλεγκτο τρόπο, όπως ακριβώς ξέρουν τα πάντα για τους γονείς τους, ακόμα και όσα δεν θα έπρεπε ως παιδιά να ξέρουν. Κι όλα αυτά, υπό το ιδεολογικό έρεισμα μιας νέου τύπου ελευθερίας. Της ελεύθερης πρόσβασης στην καταιγιστική υπερπροσφορά ερεθισμάτων που έρχεται να υποκαταστήσει την απουσία δημιουργικότητας, νοήματος και προοπτικής.
Την εποχή που η απουσία του Νόμου τείνει να σβήσει την γενεσιουργό δύναμη της Επιθυμίας, ποιος είναι άραγε αυτός που μπορεί να σηκώσει την «ελευθερία»; Μια “ελευθερία” που δεν παρέχει υποσχέσεις για το μέλλον; Μια «ελευθερία» που, αντί να γεννά ικανοποίηση, αυξάνει το άγχος για τις επιπτώσεις της διαχείρισης της;… Ποιος;!
Ζώντας σε μια εποχή που οι πατεράδες ακυρώνουν τα παιδιά τους, αφού δεν ξέρουν να τα εξουσιοδοτούν, να αποσύρονται, και να τους δίνουν ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης.
Σε μια εποχή που οι πατεράδες δεν θέλουν να χάσουν τίποτα, αλλά θέλουν να παραμένουν κακοφορμισμένα παιδιά τύπου “Peter Pan”, ποιο παιδί είναι δυνατόν να θέλει να μεγαλώσει, να γίνει πατέρας και να αναθρέψει με την σειρά του τα δικά του παιδιά …;!
Ποιος είναι τελικά αυτός που θα πάρει την ευθύνη να κλείσει το τσίρκο της απόλαυσης για ν’ ανοίξει εργαστήρια νοήματος κι Επιθυμίας; Ποιος!;
Η εμπειρική αλήθεια μας διδάσκει πως η βαθιά αίσθηση της αποτυχημένης αναζήτησης είναι συνήθως η απαραίτητη προϋπόθεση που δυναμώνει την κραυγή της αγωνιώδους εκζήτησης του απόντος πατέρα. Η απουσία είναι πάντα καίριο συστατικό στοιχείο για την επανόρθωση του βασικού υπαρξιακού κενού με την ανασύνταξη της Επιθυμίας.
Αυτή η κραυγή της έλλειψης, για μένα προσωπικά, εγγυάται την απάντηση στο κάλεσμά της. Ανοίγει τον δρόμο προς την πληρωτική παρουσία του “πανταχού παρόντα” Πατέρα της εντός μας Βασιλείας…
Ακόμη δείτε: Στάδια ψυχο-κοινωνικής ανάπτυξης & συμβουλές από τον Ψυχολόγο προς τους γονείς
Στάδια ψυχο-κοινωνικής ανάπτυξης & συμβουλές από τον Ψυχολόγο προς τους γονείς