Γονείς, παππούδες και γιαγιάδες ασχολούνται πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με τα παιδιά και εγγόνια τους.

Τρέχουν από πίσω τους με το φαγητό στο χέρι, ζητώντας να προφτάσουν κάθε τους ανάγκη, κάθε επιθυμία κάθε πληγή, πριν ακόμα αυτά χτυπήσουν.

Θέλουν να ελέγχουν ασφυκτικά, εάν είναι δυνατόν, κάθε σκέψη, κάθε λόγο, και πράξη του παιδιού τους. Βιώνουν δραματικά, και ως δικαίωμα και «ιερό» τους καθήκον, που απορρέει απ’ τον κηδεμονικό τους ρόλο, να προλαβαίνουν κάθε ολίσθημα, κάθε λάθος, στραβοτιμονιά, κάθε πληγή η απροσεξία του παιδιού.

Ανησυχούν θανάσιμα και με το παραμικρό.

Κανένα όμως γνήσιο ανθρώπινο ενδιαφέρον δεν κρύβεται πίσω από αυτήν την υπερβολική στάση. Καμιά αγαπητική διάθεση δεν λανθάνει πίσω από το υπερβολικό «ενδιαφέρον» και την αμετροεπή ανησυχία για τον άλλον. Πολύ περισσότερο των παιδιών μας.

Πίσω από την εκδραμάτιση των παραπάνω ακραίων συναισθηματικών αντιδράσεων κρύβονται συνήθως άνθρωποι που, μη έχοντας επενδύσει κόπο κι ενέργεια στην σφυρηλάτηση προσωπικού νοήματος για την ζωή τους, βολικά κι αναπόφευκτα -και γι αυτό με συγκεκαλυμμένα βίαιο και φορτικό τρόπο- το εναποθέτουν στον γονεικό τους ρόλο.

Σε έναν ρόλο μέσα από τον οποίον έμαθαν να ψευτοικανοποιούν το σύνολο των προσδοκιών που θα είχαν από όλους τους άλλους, αβίωτους τους ρόλους, που κανονικά ένας άνθρωπος καλείται να χωρέσει και να φορέσει κατά την διάρκεια της ζωής του.

Συνήθως οι ίδιοι παιδιά κι εγγόνια πλημμελών, αδιάφορων, κακοποιητικών, ή υπερπροστατευτικών γονιών και παππούδων, ασυνείδητα θέλουν να ανασκευάσουν το σενάριο της προσωπικής τους διαπαιδαγώγησης, υιοθετώντας οικείους, ή αντίθετους ρόλους απ’ αυτούς που είχαν οι γονείς και οι παππούδες τους προς τους ίδιους.

Μέσα από τον ρόλο του υπερπροστατευτικό γονιού κατασκεύασαν νόημα για την ύπαρξη τους. Μέσα από την ανάγκη τους για υπερέλεγχο, τον εύκολο κι άστοχο «πόνο» για το παιδί, προσπαθούν, στο πρόσωπο του «αδύναμου» και υπό εξάρτηση άλλου, να διαχειριστούν έμμεσα τις αγωνίες για τα συγκεκαλυμμένα αδιέξοδα της αθέατης -από τους ίδιους- εσωτερικής τους ζωής.

Αυτόν τον ρόλο έμαθαν να εμπιστεύονται. Γι αυτό, τον ίδιο ρόλο χρησιμοποιούν για να αντλήσουν νόημα και ικανοποίηση εν μέσω μιας απλήρωτης ψυχικής ζωής τώρα που τους δίνεται η ευκαιρία να σχετισθούν ως part-time κηδεμόνες με τα παιδιά των παιδιών τους.

Υπερπροστασία: Ρίζα & Εξέλιξη της στα Παιδιά

Όπως έμαθαν να χρησιμοποιούν την σχέση τους με τα δικά τους παιδιά, ως «ναυαγοσωστική λέμβο» που τους έβγαλε μισοπεθαμένους στην «στεριά» της συναισθηματικής ασφάλειας των ελεγχόμενων σχέσεων, με τον ίδιο τρόπο κι ανεπίγνωστά τους χρησιμοποιούν και την σχέση τους με τα εγγόνια τους.

Ως σανίδα σωτηρίας από την απειλή της εκ βαθέων και ειλικρινούς σχέσης με τον εαυτό τους.

Ενός εαυτού χαμένου στην λήθη της ζωής και του χρόνου που έμαθε να κυλάει χωρίς τους ίδιους υπαρξιακά παρόντες.

Ενός εαυτού τον οποίον δεν επιχείρησαν να γνωρίσουν και να αναλάβουν την ευθύνη της συγκρότησής του.

Απαξιώνοντας τον, αναγκάστηκαν να υπερεπενδύσουν την λιμνάζουσα ψυχική τους ενέργεια στους αδύναμους κρίκους της οικογένειας, στα παιδία και στα εγγόνια τους.

Κάθε έντονο συναίσθημα πόνου, φόβου ανησυχίας για τα παιδιά, έρχεται να υποκαταστήσει ανεπιτυχώς όλα αυτά τα συναισθήματα που δεν βιώθηκαν και, γι’ αυτό αλύτρωτα καθώς είναι, γυρεύουν μάταια -έστω και με το πρόσχημα της έγνοιας για τους άλλους- να πάρουν τον χώρο που τους αναλογεί στην προσωπική ψυχική ζωή.

Συναισθήματα που εάν τα ζούσαν οι φορείς τους θα γίνονταν εναύσματα ψυχικών ζυμώσεων και αφετηρία της υπαρξιακής τους ωριμότητας κι ολοκλήρωσης.

Συναισθήματα που εάν οι φοβισμένοι να ζήσουν αυθεντικά άνθρωποι τα κοίταζαν κατάματα θα είχαν με πληρότητα νοηματοδοτήσει την ασθενική τους ύπαρξη, και σήμερα δεν θα χαν ανάγκη να καταφεύγουν στα υπαρξιακά δεκανίκια των παιδιών και των εγγονών τους.

Απαλλαγμένοι από την ανάγκη μιας βεβιασμένης και πρόχειρης νοηματοδότησης της ζωής τους, θα είχαν κλείσει τις εκκρεμότητες τους προς τον βαθύ κι αναγκεμένο εαυτό τους, επιτρέποντας στα παιδιά και τα εγγόνια τους να βιώσουν τον δικό τους εαυτό, όχι ως μέσο ανακούφισης του υπαρξιακού πόνου των γεννητόρων τους, αλλά ως αυτόνομες κι εν δυνάμει αυτόνομες οντότητες, που έχουν το δικαίωμα στο ατομικό λάθος προκειμένου να ανακαλύψουν τις δικές τους προσωπικές ανάγκες κι επιλογές.

Διαβάστε επίσης: Η ψυχολογία του μεγαλώματος: Η τρομακτική δύναμη των γονιών

Στείλτε Αίτημα για Online Ψυχοθεραπεία

    Τα πεδία που είναι μαρκαρισμένα με * είναι υποχρεωτικά


    Παρακαλούμε ελέγχετε τον φάκελο Spam (Ανεπιθύμητα) του email σας, γιατί πολλές φορές μηνύματα καταχωρούνται εκεί.