Το χρήμα είναι πάνω απ’ όλα ενέργεια. Ενεργειακό μέσο που κινεί την ζωή και μετακινεί αυτόν που το χρησιμοποιεί στους συνειδητούς και στους ασυνείδητους σκοπού του. Ως ενεργειακό υλικό δεν είναι “καλό” ή “κακό”. Η χρήση του όμως, ανάλογα με τα ψυχικά κίνητρά της, καθαρά και αφανή (σκοτεινά), καθορίζει το αποτέλεσμα της διαχείρισης του.
Το χρήμα αντανακλά τον τρόπο που αντιμετωπίζει κανείς νοητικά και επενδύει την ψυχική του ενέργεια. Ο τρόπος που ο καθένας αντιμετωπίζει τα χρήματα, τα βγάζει, τα διαθέτει, τα επενδύει, είναι ενδεικτικός του τρόπου που βλέπει και βιώνει τον εαυτό του. Καθρεφτίζει την πρώιμη αυτοεικόνα του, τον φόβο του ή την ανάγκη να ελέγχει τα συναισθήματά του και τις σχέσεις του. Μέσα από τις οδούς που αξιοποιεί τα χρήματά του μπορεί κανείς να καταλάβει κατά πόσο βιώνει τον κόσμο μέσα από την οπτική της ασφάλειας, ή της συνεχούς ανασφάλειας.
Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, και βλέπει τον κόσμο σαν μια ασφαλή αρένα αγώνα, άμιλλας κι αυτοανάπτυξης, τόσο περισσότερο βλέπει το χρήμα ως αυτό που πραγματικά είναι: δηλαδή ένα χρηστικό μέσο, το επιδιώκει και το ξοδεύει για να πετυχαίνει τους ξεκάθαρους στόχους του, και να διασφαλίζει τις υπαρξιακές του προτεραιότητες.
Η χρήση του χρήματος αντανακλά λοιπόν τον βαθμό στον οποίον βιώνει τον κόσμο, τους άλλους, και την σχέση του με τον εσώτερο εαυτό του ως επισφαλή, επικίνδυνη, απειλητική, ασφαλή, κι αξιόπιστη.
Το χρήμα λοιπόν είναι αναπόφευκτα ένας αξιόπιστος καθρέφτης στον οποίο μπορεί να κανείς να διαπιστώσει σκοτεινές, τις λιγότερο δηλαδή συνειδητές του πλευρές.
Τα λεφτά δεν είναι ποτέ απλά και μόνο «λεφτά», αλλά και μια «οθόνη» πάνω στην οποία εύκολα προβάλουμε τις προβληματικές συνιστώσες της ύπαρξής μας. Τις απωθημένες και ανεπίλυτες ψυχικές μας συγκρούσεις και τραύματα, τα ασυνείδητα πυρηνικά εσωτερικά μας διλήμματα.
Αν και είναι γενικά ένας καθρέφτης του ποιοι ανά πάσα στιγμή είμαστε ενδοψυχικά, ταυτόχρονα είναι κι ένα βασικό μέσο ανταλλαγής ενέργειας και διαβίωσης στην καθημερινότητα.
Όταν πας στον μπακάλη, στο σούπερ μάρκετ, στο κομμωτήριο, ακόμα στον γιατρό πληρώνεις ένα ποσό. Αυτό το ποσό είναι το αντίτιμο της υπηρεσίας που σου παρέχεται από τον εκάστοτε επαγγελματία. Τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό.
Στην ψυχοθεραπεία τα πράγματα όμως είναι αρκετά διαφορετικά.
Το ποσό που καλείσαι να πληρώσεις –όπως και καθετί άλλο διαμείβεται μέσα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία- έχει συμβολικές αντιστοιχήσεις μέσα σου τις οποίες, αν θες πραγματικά να δουλέψεις για να προχωρήσεις αυτογνωστικά, χρειάζεται να τις δεις, να τις αποκωδικοποιήσεις, και με την βοήθεια του θεραπευτή να τις αποδώσεις το ενδοψυχικό νόημα που τις αναλογεί.
Πάντοτε, όπως και σήμερα, αρκετοί άνθρωποι δυσκολεύονται αντικειμενικά να πληρώσουν την ψυχοθεραπεία.
Δεν έχουν επαρκείς πόρους και, πράγματι, δεν μπορούν να στηρίξουν αυτό το κατά τα’ άλλα επιθυμητό για τους ίδιους εγχείρημα.
Η συντριπτική όμως πλειοψηφία που ζητάει ψυχοθεραπεία μπαίνει στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή με λανθάνουσα, δηλαδή ασαφή, ανεπίγνωστα, κι αξεκαθάριστα αιτήματα.
Επειδή αυτά τα αιτήματα εμπλέκονται άμεσα –στις περισσότερες περιπτώσεις- με τις προσωπικές ψυχικές και διαπροσωπικές δυσκολίες των υποψηφίων προς ψυχοθεραπεία, συχνά παρεμβαίνουν ασυνείδητα και στον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν και διαχειρίζονται την προθυμία και την διαθεσιμότητά τους να πληρώσουν το κόστος της ψυχοθεραπείας.
Στην πραγματικότητα, όταν διαπραγματεύονται -μέσα τους, ή ανοιχτά με τον θεραπευτή- το κόστος, αγγίζουν έμμεσα κι ασυνείδητα την αμφιθυμία τους να θεραπευτούν.
Κάθε αλλαγή και εσωτερική μετακίνηση προϋποθέτει κόστος.
Κόστος κυρίως ενεργειακό και ψυχικό.
Αυτό είναι που αρνείται, ή διστάζει να καταβάλλει ο υποψήφιος θεραπευόμενος, όταν έχει την ανάγκη να διαπραγματευτεί εσωτερικά και εξωτερικά το κόστος της θεραπείας του.
Μόνο που αυτό δεν το γνωρίζει.
Επειδή όμως δεν το γνωρίζει, γι’ αυτό έρχεται στην θεραπεία: για να το μάθει.
Γι’ αυτό έρχεται να «θεραπευτεί» από τα ανεπίγνωστά του τραύματα. Για να δει αυτό που φοβάται να δει.
Αυτήν του όμως την αμφιθυμία ο αρχάριος θεραπευόμενος είναι σε θέση να την εντοπίσει μόνο στο επίπεδο του χρηματικού κόστους, που είναι απτό, ορατό, κι εύκολα εντοπίσιμο.
Προφασιζόμενος συνήθως –όχι στον θεραπευτή, αλλά κυρίως- στον εαυτό του την αντικειμενική του δυσκολία, ή την ολοκληρωτική αδυναμία του να ανταπεξέλθει στο κόστος της θεραπείας, αρνείται ασυνείδητα να σηκώσει την ευθύνη της σκιερής αμφιθυμίας, του φόβου, της άρνησής του να εμπλακεί σε μια διαδικασία που στοχεύει να τον μετατοπίσει ψυχικά, τόσο τον ίδιο προσωπικά, αλλά και τις κοντινές του σχέσεις.
Όταν ζητάει να «πληρώσει λιγότερο» είναι σαν να λέει πως λιγότερο θα ήθελε να του κοστίσει ενδοψυχικά η βελτίωση και οι αλλαγές που –κατά τ’ άλλα- θα ήθελε να συμβούν στην ζωή του.
Λιγότερο ας χρειαστεί να μετακινηθεί στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Ζητάει, αν είναι δυνατόν, λιγότερο να φοβηθεί, λιγότερο να «πονέσει», καθώς καλείται να ωριμάσει ψυχικά κι αυτογνωστικά.
Αν είχε επίγνωση των παραπάνω ασυνείδητων εσωτερικών του διεργασιών, είμαι σίγουρος πως εντελώς διαφορετικά θα αντιμετώπιζε και την εντός του διαχείριση του κόστους της ψυχοθεραπείας.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα έμπαινε με άλλες προϋποθέσεις, και το οικονομικό ζήτημα θα γινόταν ενσυνείδητα πια έναυσμα συζήτησης των σημαινομένων. Των αληθινών δηλαδή αμφιθυμιών, επιθυμιών, και διλημμάτων του πριν ξεκινήσει το ψυχοθεραπευτικό του ταξίδι…