Δεν υπάρχει πιο αποτελεσματική συνταγή για την αποτυχία του αιτήματος της αυτοπραγμάτωσης από την μεθοδική αλλά ανεπαίσθητη καλλιέργεια της ενοχικής στάσης. Της ενοχικής στάσης που πατάει πάνω σε ηθικίστικες εντολές, οι οποίες εγγυώνται μια άνυδρη και χωρίς προοπτική ανάκαμψης ορθοπραξία.
Τίποτα πιο κατασταλτικό της ζωής από την φίμωση της επιθυμίας για αληθινή συνάντηση με τον εαυτό και τον άλλον. Του γιού με την εικόνα του πατέρα και την μάνας του, και αργότερα με τα αυτούσια, απογυμνωμένα από προβολές πρόσωπά τους. Του αποσπασματικού εαυτού με την δημιουργική ποικιλομορφία των ψυχικών του εκδοχών.
Τίποτα πιο ανασταλτικό για την Επιθυμία από την βίαια καταστολή του δικαιώματος στην αμφιθυμία, από την απαγόρευση της περιπλάνησης στις μπερδεμένες της διαδρομές. Τίποτα πιο περιοριστικό για την εγγενή προσπάθεια του ανθρώπου να συγκατασκευάσει νόημα ζωής μαζί με τους άλλους, από μια ανεπαίσθητη διαγενεακή απόπειρα εκπολιτισμού του ασυνειδήτου, που βαφτίζει τα άγνωστα εσωτερικά προσωπεία με το μονομερές όνομα της κακότητας, ακριβώς επειδή φοβάται την υπέρβαση της.
Λίγα χρόνια πριν γίνω πατέρας η ψυχική μου ζωή αναστατώθηκε. Οι εναπομείναντες ψυχικές εκκρεμότητες που για χρόνια είχα συγκαλύψει από την θέση του γιου στην οικογένεια της καταγωγής μου έπρεπε πια να αντιμετωπισθούν κατά πρόσωπο.
Άφησα μέσα μου να θεριεύουν ανεξέλεγκτες αρχαϊκές και, πάντα παρούσες στον πρώιμο ψυχισμό, φαντασιώσεις πατροκτονίας και μητροκτονίας. Είχε πια ωριμάσει μέσα μου η ανάγκη μου για εκκαθάριση των βασικών εκκρεμοτήτων.
Πρώτα, άφησα να γιγαντωθεί μέσα μου το μίσος για τον πατέρα μου. Ένα μίσος απόλυτα απαγορευμένο και απειλητικό. Για κάποιο διάστημα μετείχα σε αυτοσχέδιες προσωπικές τελετουργίες, χορεύοντας μόνος μου στο σπίτι, ζωγραφίζοντας και γράφοντας. Κατά την διάρκειά τους, προσπαθούσα να το επιτρέψω να βιώσω ψυχή τε και σώματι την καταπιεσμένη οργή μου για τον πατέρα μου και, συμβολικά, χωρίς έλεος και με μανία τον σκότωνα, ακρωτηριάζοντας νοερά όργανα και μέλη του σώματός του με τα χέρια μου.
Όταν ήμουν πιο έτοιμος για μια πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση, αποφάσισα να του μιλήσω και in vivo.
Κάποια στιγμή, καθώς καθόμουν ως συνοδηγός στο αυτοκίνητο του που οδηγούσε ο ίδιος, απαριθμώντας -με την έμφαση που μόνο μια πρωτόγνωρη ενόρμηση μπορεί να προσδώσει- τα παράπονα μου για κείνον, του ομολόγησα την εκρηκτική μου επιθυμία να «τον βγάλω από την μέση». Άφησα την απωθημένη μου επιθετικότητα χωρίς προσκόμματα να εκδηλωθεί ακέραια.
Αν και με άκουγε ενώ οδηγούσε, κάποια στιγμή δεν άντεξε, ή εγώ δεν άντεξα αυτήν την ανελέητη επίθεση. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, κατέβηκα και συνέχισα τον δρόμο με τα πόδια.
Αρκετά αργότερα, ήρθα αντιμέτωπος με την τεράστια επιθυμία μου να σκοτώσω την μητέρα μου. Για κάποιον καιρό φαντασιωνόμουν πως τελετουργικά την ακρωτηριάζω, βιώνοντας μέχρι τέρμα τα κανιβαλικά μου ένστικτα, τον φανατισμό και την απύθμενη οργή μου για κείνη. Αν και ήταν δυσβάσταχτα αφόρητο για ένα μέρος του εαυτού μου να γίνεται μάρτυρας τέτοιων και τόσο φριχτών επιθυμιών, κάτι σοφό και μεγάλο μέσα μου, επέμενε να μου ψιθυρίζει πως αυτά που νιώθω είναι όχι μόνο επιτρεπτά, αλλά και απολύτως αναγκαίες προϋποθέσεις αν θέλω να προχωρήσω στην ζωή μου με επιτυχία και ψυχική υγεία.
Αν και η αξιοπρέπεια μου καταρρακωνόταν καθώς τότε ομολογούσα μπρος στους συνθεραπευόμενούς μου και τον ψυχοθεραπευτή μου όλες αυτές τις φρικαλέες, αποτρόπαιες κι ανομολόγητες εκδραματιζόμενες στο εδώ και τώρα φαντασιώσεις μου, βαθιά μέσα μου ένιωθα πως αυτό είναι το φάρμακο.
Στο τέλος, αποφάσισα να προσκαλέσω την -για κάποιο χρονικό διάστημα αποκλεισμένη από την ζωή μου- μητέρα μου για ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι μου στην Αθήνα.
Πήγαμε να φάμε μαζί το μεσημέρι και, καθώς οδηγούσα κι εκείνη καθόταν προβληματισμένη στο κάθισμα του συνοδηγού, της φανέρωσα μονομιάς όλα τα ζοφερά κι αποτρόπαια συναισθήματα μου που έτρεφα για κείνη. Της είπα, επί λέξει, πως θέλω να την σκοτώσω, χωρίς να κάνω καμιά απόπειρα να μετριάσω τον τόνο μου, δίχως να επιχειρήσω να χρυσώσω καθόλου το χάπι.
Με άκουσε με πόνο και φρίκη. Έκλαψε με απόγνωση. Όταν καθίσαμε, μετά από λίγο και φάγαμε σε μια ταβέρνα μαζί, ένιωθα άλλος άνθρωπος. Μπορούσα να την κοιτάξω κατ’ ευθείαν στα μάτια χωρίς εκείνο τον παραλυτικό φόβο που για χρόνια μεταμφιεζόταν σε οργή. Αναγνωρίζοντας, μετά από πάρα πολύ καιρό, μια πρωτόγνωρη ποιότητα στην μεταξύ μας σύνδεση και σχέση. Ήταν για μένα βαθιά λυτρωτικό το γεγονός πως εκείνη, έστω και με φανερό τρόμο, μπόρεσε να ακούσει τον ακράτητο «παραλογισμό» μου. Να δεχτεί μετά από κείνη την ανελέητη επίθεση να συμφάει μαζί μου, προσπαθώντας με ειλικρινή κι έντιμη διάθεση να αναγνωρίσει τα δικά της συναισθήματα. Την δική της συμβολή. Να δει τι συμβαίνει σε μένα. Τι της συμβαίνει.
Όταν το βραδάκι πηγαίναμε οι δυο μας να δούμε μια θεατρική παράσταση στο κέντρο της Αθήνας, εκείνη, πάλι από την θέση του συνοδηγού, μου εκμυστηρεύτηκε με αφάνταστη γλυκύτητα, με μεταμέλεια κι εξομολογητική συντριβή: «Ενώ, από τότε που ήσουν πολύ μικρός, το έβλεπα πως είσαι πολύ ευαίσθητο παιδί, γιατί δεν έκανα κάτι γι’ αυτό…;! Γιατί δεν μπόρεσα να το λάβω σοβαρά υπόψη μου, όσο θα έπρεπε…;! Γιατί;…».
Μετά απ’ αυτά, δεν ένιωθα απλά ανακουφισμένος. Άνοιγε η αυλαία σε μια καινούργια, δημιουργικότερη εποχή στην ζωή μου. ‘Ήμουν συθέμελα λυτρωμένος από το βάρος μιας χρόνιας αγωνίας που πια με απάλλασσε από την ψυχοκτόνα μολυσματική παρουσία της. Ήμουν επιτέλους πια ελεύθερος να γίνω ο γιος του πατέρα μου και της μητέρας μου. Να πάψω να είμαι ο κατ’ ανάγκην «ψυχολόγος» τους.
Να νιώσω γι’ αυτούς τους τόσο σημαντικούς ανθρώπους αυτά που αυθεντικά ποθούσε από πιτσιρίκι η ψυχή μου να αισθανθεί, χωρίς όμως το καπέλωμα μιας απαρχαιωμένης, ψεύτικης και αποφευκτικής εξιδανίκευσης. Μιας εξιδανίκευσης που μου επέτασσε να είμαι πάντα κάποιος άλλος. Ένας ασυνείδητα επιτηδευμένος, με το στανιό επιθυμητός γιος. Είδα χωρίς παραμορφώσεις και υπεκφυγές όλη την παιδική μου επιθετικότητα σύσσωμη να κατατίθεται στους ανθρώπους που ως παιδί φοβόμουν περισσότερο, και που ταυτόχρονα ήθελα από πάντα, όσο τίποτε άλλο, να τους εμπιστευτώ. Να τους εμπιστευτώ για να με εμπιστευτώ.
Μετά απ’ αυτή την κατά μέτωπο συνάντηση-ορόσημο με τις οιδιπόδειες επιθυμίες μου, με την επιτακτική μου ανάγκη να σπάσω με τα ίδια μου τα χέρια –τα χέρια ενός άντρα εν τω γενέσθαι- τον ασφυκτικό κλοιό της συνεξάρτησης με την μάνα μου, άνοιξε για μένα, λιγότερο αμφιθυμικά, ο δρόμος της πατρότητας.
Το να είσαι φυσικός γιος δεν είναι αποτέλεσμα καμίας συνειδητής διεργασίας. Το να γίνεις όμως ψυχικά γιος δεν είναι το αποτέλεσμα μιας βιολογικής συγκυρίας. Προϋποθέτει δύσκολες αναμετρήσεις, αιματηρό αγώνα για το πένθος μιας ασυνείδητης απουσίας, για την ελευθερία από το πένθος και την ανάκτηση της κληρονομιάς. Δεν είναι δυνατόν να γίνεις γιος-κληρονόμος και στην συνέχεια πατέρας, αν προηγουμένως δεν έχεις συναντήσει κατά πρόσωπο τους βασικούς σου φόβους, αν δεν έχεις γίνει μάρτυρας της αγωνίας σου να τους εμπεριέξεις, της ανάγκης σου να τους ζήσεις στο εγώ και τώρα μιας ζωντανής σχέσης. Αν δεν έχεις διενεργήσει την αμφιθυμία της πατροκτονίας. Αν δεν έχεις γίνει αυτουργός και μάρτυρας ενός συμβολικού θανάτου, αν δεν έχεις βιώσει το επακόλουθο του πένθος. Εάν δεν έχεις στη συνέχεια βάλει την προσωπική σου «βούλα», και ανασκευάζει την πατρική σου κληρονομιά.
Ο επίγονος για να γίνει κληρονόμος χρειάζεται να διακινδυνεύσει το παράδοξο της συμπερίληψης δύο αντιφατικών και μαζί επιτακτικών αιτημάτων. Να διακινδυνεύσει να συμπορευτεί με τον φόβο του προς την κατεύθυνση του καλέσματος της ασυνείδητης επιθυμίας: Να σκοτώσει τους γονείς του, χωρίς να τους ακυρώσει. Να γίνει συμβολικά μητροκτόνος και πατροκτόνος, διατηρώντας ταυτόχρονα μέσα του ακμαίο τον πόθο της κατ’ ουσίαν συνάντησης μαζί τους! «Να τους βγάλει από την μέση» επικαλούμενος την ανάγκη του για όντως ζωής κι επιτρέποντάς τους να ζήσουν! Να χωρίσει από την συνεξάρτησή του μαζί τους που του απαγορεύει να είναι αληθινός και στην σχέση του αποτελεσματικός. Να κόψει τον ομφάλιο λώρο, αποκαλύπτοντας και πριμοδοτώντας την όντως αγαπητική διάσταση της μεταξύ τους σχέσης. Να εμπεριέξει τα οδυνηρά συναισθήματα που προκύπτουν, όχι από την ηθικοφανή συγκάλυψη, αλλά από το υποκειμενικό βίωμα της φαινομενικά αντιφατικής επιθυμίας: «Θέλω να σε σκοτώσω, για να ζήσουμε όλοι καλύτερα…».
Σήμερα. μια μεγάλη πλειοψηφία επιγόνων επιχειρεί να μεταβεί στο στάδιο της πατρότητας ξεχνώντας «στα αζήτητα» των υπαρξιακών κενών τους τον νεκρό πατέρα. Πολλοί είναι οι γιοι που αιχμαλωτίζονται στην μνήμη ενός εξιδανικευμένου, ή «καταραμένου» πατέρα, ακριβώς για να μην τον συναντήσουν. Να μην συναντήσουν δηλαδή τα ζωντανά, αιμόφυρτα κι απωθημένα τους συναισθήματα, τα οποία θα τους επιτρέψουν να πάρουν στα χέρια τους την προσωπική οικογενειακή τους ιστορία ανασκευάζοντας την. Γιοι που θέλουν -ανεπίγωστά τους αλλά πάση θυσία- να αποφύγουν την επίγνωση της υιότητας ώστε να μην χρειαστεί να πάρουν την ευθύνη της. Να μην χρειαστεί να επενδύσουν τα «χρήματα» της πατρικής περιουσίας στα κελεύσματα της εξατομικευμένης τους επιθυμίας.
Αρνούνται να συναντήσουν μέσα τους τον πατέρα που ποτέ δεν στάθηκε επάξια στον ρόλο του, δεν υπηρέτησε στην ζωή τους τις επιταγές της πατρότητας. Που ψυχικά ή φυσικά απουσίαζε, αλλά ήταν πάντα παρών ως τραυματική απουσία. Συνήθως δεν επιχειρεί κανείς να σκοτώσει αυτόν που ποτέ δεν υπήρξε. Δεν είναι σε θέση κανείς να πενθήσει αυτόν που έχει καταστήσει μέσα του νεκροζώντανη μούμια, όντας απρόθυμος να συναντήσει τα απειλητικά συναισθήματα του για ένα γεννήτορα «ζόμπι». Δεν μπορεί όμως και κανείς να ξεχάσει την αρχετυπική φιγούρα του πατέρα, απλά διαγράφοντας τον βιολογικό του πατέρα του από την μνήμη του.
Ο μοναδικός τρόπος να αφήσεις κάποιον σημαντικό πίσω για να προχωρήσεις απρόσκοπτα μπροστά είναι συμβολικά να τον συναντήσεις. Να συναντήσεις όλα αυτά που εκείνος αντιπροσώπευε και συνεχίζει να αντιπροσωπεύει για σένα.
Να γίνεις ο ίδιος μάρτυρας μιας επιθυμητής και μαζί αποφευκταίας συνάντησης, και να αντιπαρατεθείς με τα δεδομένα της. Να τα μετουσιώσεις μέσα από την προσωπική σου ερμηνευτική πινελιά και κάλεσμα, από εξιδανικευμένη, παρελθούσα και ακίνητη ιστορία, σε ρέουσα κι απρόβλεπτη ζωή.
Δεν θα ήταν λοιπόν ποτέ δυνατόν να επιλέξω να γίνω ενσυνείδητα πατέρας αν πρώτα δεν μου το επέτρεπα να γίνω γιος. Γιός σημαίνει κληρονόμος. Κληρονόμος γίνεται αυτός που έχει πενθήσει μέχρι τέλος τον πατέρα που δεν είχε. Πως όμως να πενθήσεις έναν ζωντανό; Ή –ακόμα πιο δύσκολα- έναν μισό-ζωντανό πατέρα; Δηλαδή κάποιον που ακόμα δεν έχεις βουλητικά και εν επιγνώσει συναντήσει; Πώς να προσχωρήσεις στο χτίσιμο της προσωπικής σου ιστορίας αν δεν έχεις μείνει ανά χείρας με το δυσβάσταχτο κενό μιας ασυνέχειας; Αν δεν έχεις εμπεριέξει μια πληγή που μένει για χρόνια αθέατη και γι αυτό δεν είναι ιάσιμη;!
Για να μου επιτραπεί η μετάβαση στην πατρότητα έπρεπε –με καίριο συνεργάτη την ψυχή μου, δηλαδή την ασυνείδητη επιθυμία- να διεκδικήσω ηρωικά την κατάκτηση της υιότητας. Μιας θέσης καθόλου αυτονόητης σε μια κοινωνία που οι πατέρες μας δεν γνώρισαν πατέρα, που άφησαν το τραύμα της απουσίας ανέγγιχτο, για αυτό και δεν ξέρουν τι σημαίνει πατρότητα. Μεγαλωμένοι από μητέρες που συχνά -δανειζόμενες από τις δικές τους μάνες μια ασαφή και περιοριστική εικόνα μητρότητας- υπερέβαλαν του ρόλου τους, καταχρώμενες και υποκαθιστώντας τον φυσικό τους ρόλο με εκείνο ενός πατέρα που δεν είναι αρκετά εκεί για να τον διεκδικήσει πίσω.
Να ανακτήσω το βίωμα μιας διαγενεακά τραυματισμένης υιότητας που προκειμένου να την αποδεχθώ και να την ανακτήσω, χρειάζεται να εναντιωθώ στον πατέρα μου κρατώντας τον τρόμο της πιθανής εξαφάνισής σου παραμάσχαλα. Να το «σκάσω» από την ασφάλεια-παγίδα της χωρίς όρια μητρικής αγκαλιάς-φυλακής για να περιπλανηθώ ανέστιος στον χαοτικό κόσμο του άγνωστου ανδρισμού.
Είναι απείρως τρομαχτικό να διακινδυνεύει κανείς τα θεμέλια της ψυχικής του ύπαρξης, ιδίως όταν αυτά κτίστηκαν με την σύμπραξη μηχανικών που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους… Κι από οικοδόμους που δεν ξέρουν από οικοδομές, γιατί ποτέ δεν έχτισαν σπίτια που παραδόθηκαν τελειωμένα, με το κλειδί στο χέρι…
Ταυτόχρονα όμως νιώθω ευγνώμων για τα ανεπεξέργαστα τραύματα των γονιών μου. Γιατί αυτά έγιναν το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε μέσα μου η βασική έλλειψη. Η πιο σημαντική απουσία-προϋπόθεση για να ξεκινήσω το μεγάλο ταξίδι στο ανοιχτό πέλαγος. Να αφεθώ στον άγνωστο ωκεανό της ανάπλασης του δικού μου δρόμου μέσα από την ώθηση που παρέχει η επιθυμία άρσης του διαγενεακού τραύματος.
Το ζήτημα είναι η κατά μέτωπο ρήξη με τις αρχετυπικές εικόνες του Πατέρα και της Μητέρας του υποκειμένου της Επιθυμίας που ασυνείδητα, αλλά ολόψυχα, στοχεύει στην αυτοπραγμάτωσή του. Δεν πρόκειται απλά για μια ψυχολογική σύγκρουση που σκοπεύει στα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα των βιολογικών γονιών. Είναι μια αναγκαία αντιπαράθεση με πρώιμα υπονομευτικά ενδοψυχικά προσωπεία που ζητάνε να δυσκολέψουν τον αναζητητή κατά την εξελικτική του πορεία προς την συγκρότηση του ως πρόσωπο.
Εμπόδια που οφείλει να αντιμετωπίσει ο Ήρωας μαζί με τους βασικούς του φόβους που η αναγκαιότητα αυτών των αντιπαραθέσεων εγκυμονεί και κινητοποιεί. Την επιθυμία παλινδρόμησης στο ανολοκλήρωτο στάδιο της συγχωνευτικής εξάρτησης από την μητέρα-τροφό, τον φόβο της ανάληψης της ενήλικης ευθύνης της υιότητας και της πατρότητας, τον φόβο της αυτοδιάθεσης, και την ενδοτική παραίτηση από το πανάκριβο κάλεσμα της Επιθυμίας. Δηλαδή το μέγιστο αμάρτημα της αποποίησης του αυτογνωστικού ταξιδιού: την θανατηφόρο άρνηση της εγγενούς επιθυμίας της ψυχής να συγκατασκευάσει το Νόημα που κληρονομεί από τον Άλλον, μαζί με τον Άλλον.
Να γίνει ο άνθρωπος αυτός που κλήθηκε να γίνει. Μια ενιαία και ολόκληρη ύπαρξη που ανταποκρίνεται χωρίς την επήρεια συμπλεγμάτων στην επιθυμία του Άλλου, και για τον Άλλον. Δηλαδή, στο εσωτερικό κάλεσμα του Άλλου για ενότητα που, για να ευοδωθεί, χρειάζεται απαραίτητα την αγαπητική κατάφαση.