Βασικός άξονας της υπαρξιακής σκέψης και θεραπευτικής πρακτικής είναι πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είμαστε τα μόνα πλάσματα, για τα οποία η ίδια μας η ύπαρξη αποτελεί μείζον πρόβλημα που περιπλέκει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε της ζωή μας.
Πέρα δηλαδή από τον δυσλειτουργικό τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε, από τον «προβληματικό» τρόπο με τον οποίο διαπαιδαγωγηθήκαμε ως παιδιά από τους γονείς μας, και από τις τραυματικές μας εμπειρίες που μας σημάδεψαν ως την ενηλικίωσή μας, όλοι μας αντιμετωπίζουμε –σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό- υπαρξιακό άγχος. Λέγεται έτσι, γιατί προκύπτει ως αποτέλεσμα της αναπόφευκτης συνάντησής μας με τα βασικά δεδομένα της ύπαρξής μας: τον θάνατο, την απομόνωση, το νόημα της ζωής, και την αναζήτηση της ελευθερίας.
Σημαντικοί ψυχοθεραπευτές –στηριζόμενοι στα παραπάνω δεδομένα- έχουν αναδείξει το θέμα της αυθεντικότητας ως το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην ψυχοθεραπευτική σχέση & διαδικασία.
Γνησιότητα είναι η ποιότητα με την οποία ένας άνθρωπος μπορεί απλά να περιγραφεί και να ζει τη ζωή του (δηλ. τις σκέψεις, τα συναισθήματα, και τις εμπειρίες του) με πνεύμα που διακατέχεται από γνήσια αυτοδιάθεση. Το άτομο ρυθμίζει την ζωή του με γνησιότητα στον βαθμό που βιώνει και εκφράζει τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις, και τα συναισθήματα του, όπως ακριβώς αυτά είναι, χωρίς να χρειάζεται να τα τροποποιεί για λόγους κοινωνικής αποδοχής, ή γιατί αυτό τον βολεύει και τον διευκολύνει.
Ψυχολογία & Δημιουργία Άγχους – Αντιμετώπιση
Ένας θεμελιώδης στόχος λοιπόν της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας είναι να βοηθήσει τους θεραπευόμενους να συνδεθούν -ή να επανασυνδεθούν- με τα συναισθήματα και εμπειρίες τους με πιο ειλικρινή τρόπο, αναγνωρίζοντάς τες όπως ακριβώς αυτές είναι, στην φυσική τους υπόσταση & ποιότητα. Η αναζήτηση της αυθεντικότητας είναι μία από τις πιο βαθιά ψυχολογικές ανάγκες μας, και –ειδικά σε μια κοινωνία που απαιτεί πλήρη και χωρίς όρους κοινωνική συμμόρφωση- οι άνθρωποι «διψούνε» για αυθεντικότητα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή στην νεότερη ιστορία.
Όπως έχει πει και παλαιότερα ο Carl-Rogers: «Το παράδοξο με το ζητούμενο της θεραπευτικής αλλαγής, είναι ότι όταν τελικά ο θεραπευόμενος αποδεχτεί τον εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε θα μπορέσει να αλλάξει.”
Απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος πιέζεται από την ανάγκη του για κοινωνική προσαρμογή και συμμόρφωση στο πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζει, προσπαθεί να κάνει πιο βολική τη ζωή του ρυθμίζοντας την προσωπική του ταυτότητα και τις ανάγκες του για αυτο-έκφραση κατ’ αναλογία με το εκάστοτε κοινωνικο-πολιτισμικό του περιβάλλον, έτσι ώστε να κατακτήσει και να διατηρήσει την αίσθηση του «ανήκειν» σ’ αυτό το περιβάλλον, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Την ίδια στιγμή, με μοχλό την ανάγκη του για κοινωνική προσαρμογή, παίρνει απόσταση από δικά του συναισθήματα που πιθανόν του δημιουργούν δυσφορία, και δεν θα ήθελε να τα έχει (αμυντικοί μηχανισμοί του «Εγώ», κατά τον Freud).
Ωστόσο, ενώ η προσαρμογή μας μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμη ανακούφιση από τα συμπτώματα άγχους που αναπόφευκτα βιώνουμε ως έμβια κοινωνικά όντα, μακροπρόθεσμα μπορεί να μας οδηγήσει στο να αποστασιοποιηθούμε απ’ αυτό που πραγματικά είμαστε, με αποτέλεσμα να έχουμε την αίσθηση ότι ζούμε μια επίπλαστη –και γι’ αυτό- κενή από νόημα ζωή.
Αποποιούμενοι λοιπόν –τις περισσότερες φορές χωρίς επίγνωση- την προσωπική μας «αλήθεια», και «προστατεύοντας» εμάς και τους σημαντικούς μας ανθρώπους από τα γνήσια συναισθήματά μας (φόβο, άγχος, μοναξιά, κ.λπ.), συχνά οδηγούμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση που σήμερα είναι γνωστή ως υπαρξιακή αγωνία. Με άλλα λόγια, η υπαρξιακή αγωνία είναι το αποτέλεσμα του συνεχούς εσωτερικού αγώνα που κάθε μέρα δίνουμε ερχόμενοι αντιμέτωποι με τα πιο φοβιστικά & αγχογόνα δεδομένα της ύπαρξής μας (π.χ. τα «αρνητικά» μας συναισθήματα, την αρρώστια, την απόγνωση, τον φόβο μας μπρος στην ελευθερία, την μοναξιά & τον θάνατο).
Ο υπαρξιακός φιλόσοφος Kierkegaard θεωρεί ότι στην προσπάθειά μας να αντιμετωπίσουμε αυτό το έντονο υπαρξιακό μας άγχος προσπαθούμε συνεχώς να προβλέψουμε και –μ’ αυτόν τον τρόπο- να ελέγξουμε τις καθολικές νομοτέλειες του κόσμου και της ζωής μέσα από γνωστικές, ορθολογιστικές διαδικασίες.
Η σκέψη πίσω από αυτό είναι ότι εάν μπορεί να προβλέψει κανείς το χαοτικό κι απρόβλεπτο του σύμπαντος, τότε δεν θα χρειάζεται πια να βιώνουμε αυτό το υπαρξιακό άγχος, και θα εξαφανιστεί από τη ζωή μας. Βέβαια, προσπαθώντας να περιορίσουμε ένα φαινόμενο, όπως το υπαρξιακό μας άγχος, που είναι εγγενές με την ζωή μας, με τον παραπάνω «τεχνικό» τρόπο και συλλογιστική, καταλήγουμε στο να περιορίζουμε οι ίδιοι τις εμπειρίες μας και –κατ’ επέκταση – την υπαρξιακή εμβέλεια της συναισθηματικής μας ζωής.
Μιλώντας λοιπόν από την πλευρά της υπαρξιακής σκέψης και ψυχοθεραπείας, η ανάγκη του ανθρώπου για πραγματική γνησιότητα πρέπει –εκ των πραγμάτων- να βάλει σε δεύτερη μοίρα την απαίτηση για εξορθολογισμό της πραγματικότητας. Αντίθετα, προτάσσει σαν βασικές αξίες της ζωής την ελευθερία της έκφρασης και τη γνήσια αυτοδιάθεση. Το αίτημα για αποδοχή του εαυτού μας συμπεριλαμβάνει την ενσωμάτωση όλων των σκέψεων & των συναισθημάτων μας, καθώς και όποιας άλλης εμπειρίας προκύψει κατά την διάρκεια της ζωής μας μέσα στη διαδικασία της προσωπικής μας αυτορρύθμισης.
Προεκτείνοντας την σημασία της αυτοαποδοχής, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά η άνευ όρων αγάπη είναι η απόλυτη έκφραση της προσωπικής ελευθερίας και της αυθεντικότητας του καθενός, ενώ η προσπάθεια καταστολής της ανάγκης μας για αυθεντική αυτοδιάθεση & αυτοέκφραση μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην εμπειρία του έντονου υπαρξιακού άγχους, της κατάθλιψης, και της ψυχικής νεύρωσης.