Η ψυχολογία των διαζυγίων στην Ελλάδα έχει την βάση της στην ψυχική κουλτούρα μιας σειράς ανώριμων γενεών που, επειδή φοβούνται την ψυχοθεραπεία, φορτώνουν διαγενεακά τις ψυχικές τους εκκρεμότητες στα παιδιά τους, που είναι γνωστές και ως “θυσίες των γονιών”. Σε παιδιά που όταν μεγαλώσουν κάνουν παιδιά για να θρέψουν, μέσα από αυτά, τις ναρκισσιστικές τους πληγές, και την ενοχή για την προσωπική τους αυτογνωσία -την δική τους και των γονέων τους- που ποτέ δεν κατακτήθηκε…
Σήμερα σχεδόν τα μισά ζευγάρια χωρίζουν.
Οι θυσίες των γονιών και η επίδρασή τους στην οικογένεια
Αν και το φαινόμενο είναι πολυπραγοντικό, μια μεγάλη μερίδα νέων αποφασίζουν να χωρίσουν αν και οι γονείς τους είναι ακόμα μαζί, έγγαμοι.Οι γονείς αυτών των νέων ζευγαριών συνήθως στον δικό τους έγγαμο βίο, είτε δεν σκέφτηκαν ποτέ την πιθανότητα του διαζυγίου, είτε «έκαναν υπομονή για χάρη των παιδιών» τους.
Οι ίδιοι μεγάλωσαν ως παιδιά με θυσίες των γονιών που δεν «έζησαν την ζωή τους», γιατί –όπως οι γονείς του πίστευαν- είναι πολύ «εγωιστικό» το να ζει κανείς την ζωή του, όπως θέλει.
Επειδή λοιπόν «κώφευαν» στις προσωπικές τους ψυχικές & υπαρξιακές ανάγκες, αποφάσισαν να τις ικανοποιήσουν μέσα από το μεγάλωμα των παιδιών τους.
Υποτάσσοντας απροβλημάτιστα τα ατομικά τους ψυχικά αιτήματα στις κοινωνικές απαιτήσεις για συμμόρφωση, και άμεμπτη εικόνα του ζευγαριού προς τα έξω, αρνήθηκαν να δουν τι οι ίδιοι θέλουν ως αναπτυσσόμενα πρόσωπα από τον εαυτό τους, τον σύντροφό τους και τους άλλους, και ήπιαν σαν φάρμακο το πικρό ποτήρι της έγγαμης ζωής.
Έπνιξαν τον ψυχικό αυθορμητισμό και την ανάγκη τους για αυθεντικότητα στον βωμό της κοινωνικής επιταγής για συντροφική «σύμπνοια» και συμβατικά ομαλή συμβίωση στο γάμο τους.
Λέει συνήθως η μητέρα: «Θυσίασα τα πάντα για τα παιδιά μου!».
Επικαλούμενος ο πατέρας το φόρτο της εργασίας του, λέει: «Θυσιάζομαι (δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες μακριά απ’ το σπίτι μου) για να μην τους λείψει τίποτα!».
Οι θυσίες των γονιών θα λέγαμε πως καταστρέφουν αυτήν την λειτουργική σχέση με τα παιδιά τους.
Επίσης, το χειρότερο, «θυσιάζουν» την μεταξύ τους σχέση, θέτοντας «το καλό» των παιδιών τους, όπως πιστεύουν, στο επίκεντρο της γονεϊκής «θυσιαστικής» τους προσφοράς.
Τα παιδιά όμως έχουν ανάγκη να βλέπουν γονείς που δεν προέχει στο αξιακό και σχεσιακό τους σύστημα αξιών η προσκόλληση στα παιδιά τους –που αυτοί ονομάζουν «προσφορά».
Αντίθετα, έχουν ανάγκη από τους γονείς τους να προέχει η ποιότητα και το βάθος της μεταξύ τους επικοινωνιακής και συντροφικής σχέσης.
Μ’ αυτό το πρότυπο συντροφικών σχέσεων θα ήθελαν να μεγαλώσουν, ώστε να αισθάνονται ασφάλεια μέσα στον ρόλο τους ως παιδιών, στο οικογενειακό σύστημα.
Νιώθουν, αντίθετα, εξαιρετικά επισφαλής όταν, αντί για παιδιά, βιώνουν τον εαυτό τους ως «υποκατάστατο γονεϊκό σύντροφο», συνήθως το αγόρι της μητέρας του, και το κορίτσι του -ανικανοποίητου από την συζυγική του ζωή- πατέρα της.
Οι νέοι αυτοί συχνά, όταν ενηλικιωθούν, γεμάτοι από ανεπίγνωστη ενοχή, και θυματοποιούμενοι μέσα στο παραπάνω μοντέλο της συνεξάρτησης, αυτοδεσμεύονται ως ισόβιοι «φύλακες» της ζωής των καταθλιπτικών γονιών τους.
Φοβούνται τις συντροφικές σχέσεις. Αρνούνται πεισματικά, αν και ένα κομμάτι τους το επιζητά, να μπουν στην διαδικασία δημιουργίας μιας μακρόχρονης, λειτουργικής σχέσης.
Δηλαδή, είτε δεν μπορούν να στεριώσουν σε σχέση, είτε μένουν ακινητοποιητικά μόνοι, εκτός σχέσης, είτε διαλύουν σύντομα την σχέση ή τον γάμο τους.
Χωρίζουν είτε στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, είτε μόλις κάνουν το πρώτο τους παιδί.
Κουβαλώντας ασυνείδητα τον τρόμο των γονιών τους για αυθεντική συνύπαρξη, και το ασήκωτο βάρος των επιλογών που εκείνοι –συνήθως από ψυχική οκνηρία και υπαρξιακή καθήλωση- δεν διανοήθηκαν να κάνουν, αρνούνται με την στάση τους να περιπέσουν στο ίδιο ολέθριο ατόπημα με αυτό των γονιών τους:
Δηλαδή, να καταστρέψουν την ζωή τους, καταστρέφοντας την ζωή του συντρόφου τους και αυτήν των παιδιών τους μέσα από αυτές τις λεγόμενες θυσίες των γονιών.
Βέβαια, οι ίδιοι δεν το κάνουν αυτό κατ’ επιλογήν. Έχοντας βιώσει, ως παιδιά, τραυματικά την σχέση ανάμεσα στους γονείς τους ως πηγή ζωής αβίωτης, αναξιοπρέπειας και δυστυχίας η ψυχή τους δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιπαρατάξει ένα μεγάλο «ΟΧΙ» στην ψευδοζωή, στην αλλοτρίωση, και στην κατάντια του μοντέλου συμβίωσης, που οι γονείς τους ψευδεπίγραφα ονόμαζαν «δεμένη οικογένεια».
Τα διαζύγια, οι συνεχείς αποτυχημένες απόπειρες σύναψης συντροφικών σχέσεων, το διαιωνιζόμενο ανικανοποίητο της προσωπικής τους ζωής, συνήθως σπρώχνουν τους παραπάνω καταπονημένους ανθρώπους να αναζητήσουν την βοήθεια της online ψυχοθεραπείας.
Θέλουν, μέσα από την διαδικασία ανασκόπησης της ζωής και των «επιλογών» τους, να γνωρίσουν βιωματικά τα εμπόδια που παρεμβαίνουν στην επιθυμία τους για μια ικανοποιητική σχέση και οικογένεια. Να αναγνωρίσουν τον βαθμό της προσωπικής τους ευθύνης στις συνεχείς ματαιώσεις τους, και να δουν εάν και πως μπορούν να την χρησιμοποιήσουν για να βγουν από το σχεσιακό τους αδιέξοδο.
Μέσα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία βιώνει κανείς τα τραύματα και τον πόνο που αυτά επιφέρουν στην ψυχή.
Στην αρχή, ζει τον θυμό και την απόγνωση του παιδιού που ψυχικά «βιάστηκε», και στη πορεία, καθώς αναλαμβάνει την δική του ευθύνη για την ενήλική ζωή του, απαγκιστρώνεται από την απέλπιδα επαναληπτικότητα των τραυματικών «επιλογών», φτιάχνοντας, σε συνεργασία με τον ψυχοθεραπευτή, τις οδούς που θέλει να βαδίσει προς μια νέα ζωή ανένοχης αυθεντικότητας & προσωπικής αυτοπραγμάτωσης.