Με ρώτησε μια δημοσιογράφος σε μία συνέντευξη:
«Γιατί ενώ γνωρίζουμε το καλό δεν το πράττουμε; Πώς θα γίνει να κάνουμε τελικά το καλό; Πώς όλα αυτά συνδέονται με την αυτογνωσία;…»
Απάντηση:
Ο καλύτερος τρόπος να απαντήσεις σε ένα θέμα είναι να θέσεις τα κατάλληλα ερωτήματα.
Οι άνθρωποι ξέρουν πραγματικά τι είναι το καλό; Το καλό είναι άραγε πράγμα;
Αυτό που είναι καλό για εμένα, είναι καλό και για τους άλλους;
Μπορεί κάτι που κάνει καλό σε μένα να μην είναι, ταυτόχρονα, καλό για τους άλλους;
Ή μπορεί αυτό που με ευχαριστεί εν τέλει να μην είναι καλό;
Μπορεί κανείς να προσεγγίσει την έννοια του αγαθού, πέρα από τις υπαγορεύσεις και τα κριτήρια της υποκειμενικής του ηθικής, αλλά και της κοινωνικής κρίσης;
Όπως λένε και οι πατέρες της εκκλησίας το βασικό λάθος του ανθρώπου είναι η άγνοια:
Αγνοούμε ποιο είναι το αγαθό και επειδή αγνοούμε ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Αν ξεκινήσουμε με αυτή τη βάση, βλέπουμε πως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν το αγαθό γιατί το αγαθό δεν είναι πράγμα, ιδέα, θεωρία, μια ηθική επιταγή και πρακτική, ή ένα σύνολο κανόνων.
Δεν γνωρίζουν το αγαθό γιατί δεν το αναζητούν σε ένα πρόσωπο.
Αγαθός είναι μόνο ο Χριστός.
Διαβάστε επίσης: Πότε χρειάζεται να ξεκινήσω Ψυχοθεραπεία με εξειδικευμένο Ψυχολόγο;
Ένας ακόμα λόγος που δεν Τον γνωρίζουν είναι επειδή δεν γνωρίζουν την απόσταση που τους χωρίζει από τον Αγαθό, τον Ιησού Χριστό, αλλά κυρίως γιατί κάνουν και σκέφτονται ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους ώστε να μην την πληροφορηθούν, να μην συνειδητοποιήσουν αυτήν την απόσταση.
Η γνώση του αγαθού είναι για μια βιωματική γνώση που δεν έρχεται μέσα από διαβάσματα και σεμινάρια, από ηθική συμμόρφωση και διαπαιδαγώγηση.
Αυτή η γνώση έρχεται όταν κανείς αγαπηθεί από Τον μόνο Αγαθό.
Ο κόσμος μιλά κι επαγγέλλεται το «Αγαπάτε Αλλήλους» αλλά αυτό δε γίνεται, καθώς κανένας δε μπορεί να αγαπήσει κανέναν άλλον, αν δεν αγαπηθεί ο ίδιος από τον Κύριο Ιησού.
Ένας άνθρωπος που δεν έχει αίσθηση του εαυτού του ως παιδί του Θεού, δεν έχει βιωματικά κι ολοκληρωμένα αγαπηθεί, και γι αυτό δεν ξέρει πως μπορεί να αγαπήσει με τη σειρά του. Συνήθως δεν θέλει, κι αν θέλει, θέλει λίγο.
«Γνωρίζω» λοιπόν σημαίνει πως βιωματικά έχω γίνει πρόσωπο αγάπης.
Η θρησκεία είναι ένας τρόπος να κάνεις γήινο το υπερβατικό.
Η πίστη και η λατρεία που προάγει η θρησκευτικότητα έχουν ως βασικό σκοπό τους την εκούσια παράδοση του ατομικού ανθρώπινου δυναμικού στον ανώτατο και απόλυτο “άλλο”, με στόχο την -δια της απώλειας- ανάκτηση του ως προσωπικό (δυναμικό), και την μετουσίωσή του σε υπερπροσωπικό τέτοιο.
Δεν υπάρχουν κατ’ ουσίαν άθεοι.
Μόνο άνθρωποι που δυσκολεύονται να αποκαθηλώσουν το εαυτό τους από το θεϊκό βάθρο πάνω στον οποίο με κούραση τον τοποθέτησαν.
Έναν τέτοιο άνθρωπο λοιπόν θα τον βοηθούσα να καταλάβει εάν ξέρει πραγματικά «το καλό», εάν έχει την αίσθηση πως έχει αγαπηθεί πραγματικά.
Το 99% των ατόμων που έχω συναντήσει τα τελευταία 18 χρόνια από την θέση μου ως ψυχοθεραπευτής καταλήγει πως δεν έχει επαρκώς αγαπηθεί.
Είναι νηστικοί από αγάπη. Πως λοιπόν ένας νηστικός να θέλει και να μπορεί να δώσει φαί (αυτό δηλαδή που δεν διαθέτει) σε άλλους, εξίσου, νηστικούς;
Είναι απλή λογική. Δεν χρειάζεται φιλοσοφία.
Υπάρχει παντού γύρω μας, και κυρίως μέσα μας, έλλειμμα αγάπης.
Αφού λοιπόν δεν έχω αγαπηθεί πώς να γνωρίζω το αγαθό;
Πως γνωρίζω ποια είναι η μάνα μου; Την έμαθα βιωματικά καθώς με φρόντιζε και με ανάθρεψε ως βρέφος και παιδί. Από την σχέση μου μαζί της την γνωρίζω. Απ’ αυτήν την εμπειρική μου σχέση εσωτερίκευσα, έμαθα να αναγνωρίζω και να ορίζω την αγαθότητα ως αξία, αδυναμία ή ως δύναμη.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως μάνα μου είναι η συγκεκριμένη γυναίκα. Ακόμα έχω μέσα μου την μυρωδιά του στήθους της καθώς θήλαζα, ή καθώς με αγκάλιαζε… Ακριβώς με αυτό τον τρόπο, που γνώρισα την εμπειρία της αγάπης, με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζω το αγαθό, το καλό.
Για να γνωρίσει κανείς τον εαυτό, πρέπει καταρχάς να έχει βασική επίγνωση της άγνοιάς του.
Να γνωρίσει πως δε τον γνωρίζει.
Το πρώτο βήμα λοιπόν προς το καλό, είναι η επίγνωση της ασθένειας μέσα σου.
Ασθένεια δεν είναι μια οργανική πάθηση. Τέτοιες ασθένειες έρχονται για να μας ταρακουνήσουν και να μας πουν πως δεν είμαστε οι Θεοί που νομίζαμε, δε μπορούμε να λύσουμε μόνοι τα προβλήματά μας. Εκεί η θεοποίηση του εαυτού καταρρίπτεται, ο άνθρωπος αρχίζει να αναζητά και λέει πως αφού δεν είμαι αρκετός, θα αναζητήσω αυτόν που είναι υπεραρκετός.
Επειδή το έχει λοιπόν ανάγκη, θα προσπαθήσει να γεμίσει το κενό μέσα του βιώνοντας την αγάπη. Σ’ αυτό το σημείο την βιωμένης επίγνωσης της ανεπάρκειας του, έρχεται η ευκαιρία για επίγνωση της υιότητας, της βεβαιότητας δηλαδή ότι είμαι παιδί του όντως πατέρα μου, του αληθινού Θεού.
Ο άνθρωπος δεν είναι επαρκής και αυτόνομος.
Εάν το σκέφτεται αυτό είναι παθογένεια.
Ο άνθρωπος που δεν πήρε αγάπη, ο φτωχός, ο στερημένος θα είναι πάντα, κατ’ ανάγκη, ιδιοτελής.
Κι αυτό, επειδή νοιώθει πως δεν έχει και θέλει να πάρει.
Αναπόφευκτα, ο φτωχός στην αγάπη είναι τσιγκούνης.
Αυτός που βιώνει τον εαυτό του ως πλούσιο, δηλαδή ως επαρκή και χορτάτο, ως ασφαλή, έχει την επιλογή να είναι γενναιόδωρος.
Για τον τελευταίο, το κακό, ως υπαρξιακή επιλογή, δεν έχει νόημα.
Γι’ αυτόν, η αναγνώριση του δικαιώματος του να προσφέρει αυτό που πήρε, είναι αναπόφευκτη.
Η ταύτιση του με τον Αγαθό δεν του αφήνει περιθώρια να μην είναι καλός.
Οπότε, η ακολουθία των διαδρομών προς Τον αγαθό είναι:
Η αυτογνωσία (η επίγνωση της άγνοιάς και της αγαπητικής μου ένδειας).
Η επίγνωση της επιθυμίας για βιωματική επάρκεια αγάπης (ο πόθος της γνώσης).
Η επίγνωση της υιότητας (η συνάντηση με την αγάπη, τον Χριστό).
Η επιθυμία διεύρυνσης της προσωπικής μου σχέσης με τον αγάπη.