Όταν η ψυχοπαθολογία της συνεξάρτησης μεταφέρεται από το σπίτι και στο γραφείο, ή την επιχείρηση, η ψυχολογία των νέων μελών της οικογένειας μπερδεύεται, οι φοβίες τους για ανεξαρτησία μεγαλώνουν, τα ψυχικά τους αιτήματα απο τον εαυτό και τους γονείς τους συγχέονται, και η ψυχοθεραπεία μοιάζει για νεότερους και πρεσβύτερους η μόνη λύση στο αδιέξοδο…
Κατά την πολύχρονη ψυχοθεραπευτική μου εμπειρία, πολύ συχνά συναντώ νέους και μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες που εμπλέκονται ως επαγγελματικοί συνεργάτες σε μια ιδιωτική οικογενειακή επιχείρηση, με ιδιοκτήτρια της οικογένεια της καταγωγής τους.Πολλά παιδιά οικογενειών που σήμερα «επέλεξαν» να βρίσκονται στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον με τους γονείς τους, συμμετέχοντας στην οικογενειακή επιχείρηση, έχουν συχνά ένα βασικό λανθάνον αλλά καθοριστικό ψυχικό αίτημα.
Είναι συνήθως παιδιά που δεν «χόρτασαν» μια υγιή κι ολοκληρωμένη συγχωνευτική σχέση με την μητέρα τους, ή με τον πατέρα τους κατά την παιδική τους ηλικία. Που δεν «χόρτασα» την βασική «τροφή» στην παιδική κι εφηβική τους ηλικία, που είναι τα γονεϊκά όρια. Την οριοθετημένη δηλαδή εκείνη στάση και συμπεριφορά από μέρους του σημαντικού γονεϊκού ενήλικου προτύπου που δημιουργεί το βασικό αίσθημα ασφάλειας κι ενδοψυχικής ευρυθμίας, καθώς γίνεται κανείς από μικρό παιδί σιγά σιγά ψυχικά ενήλικος.
Οι άνθρωποι αυτοί έχοντας μάθει να ζουν και να επιβιώνουν χωρίς τα κατάλληλα όρια στο οικογενειακό πλαίσιο, γίνονται θύματα μιας εξίσου ανορίοτης τάσης και μαζί αμφιθυμίας τους όσον αφορά στην διεκδίκηση των ψυχικών τους αιτημάτων μέσα στην οικογένεια της καταγωγής τους: Δηλαδή, προσπαθούν ασυνείδητα να ενηλικιωθούν παραμένοντας ταυτόχρονα σε ένα οικογενειακό «υπόστεγο» για όσο περισσότερο χρονικό διάστημα είναι δυνατόν. Υπονομεύοντας όμως με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη τους για ψυχική αυτοτέλεια κι ενηλικίωση.
Ευελπιστούν πως θα ρθει κάποτε η στιγμή που οι ανεπεξέργαστες εσωτερικές τους συγκρούσεις, τα ανεπίλυτα και ανεπίγνωστά τους αιτήματα θα βγουν στο φως της συνειδητότητας. Πως οι αληθινές, αλλά συγκεκαλυμμένες διαπροσωπικές τους συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια θα πάψουν να αποσιωπούνται κάτω από το «πέπλο» της «καλής και δεμένης οικογένειας», και θα γίνουν επιτέλους αντικείμενο κοινής έκφρασης και διαπραγμάτευσης. Με τελικό στόχο την διαλεύκανση και την οριστική τους επίλυση.
Ασυνείδητα λοιπόν τα «μεγάλα παιδιά», μέσα από την επαγγελματική επιλογή της οικογενειακής επιχείρησης επιδιώκουν να πάρουν αυτό που πάντα τους χρωστάνε οι γονείς τους. Αυτό που δεν έλαβαν ικανοποιητικά κατά τα πρώιμα παιδικά τους χρόνια, ή σε κάποια μετέπειτα εξελικτική φάση:
Την φροντίδα, την αποδοχή, την αναγνώριση και την ασφάλεια που μόνο μια σαφώς οριοθετημένη σχέση με τους γονείς μπορεί να παρέχει ολοκληρωμένα, χωρίς κενά, και αμφισημίες.
Το βασικό έλλειμμα των παραπάνω ποιοτήτων μιας στενής αγαπητικής σχέσης, εκφράζεται συχνά μέσα από το συναίσθημα της οργής, μέσα από αντιπαραθέσεις και τυποποιημένους κι επαναλαμβανόμενους καυγάδες, που υποσυνείδητα καθρεφτίζουν την ανάγκη για βαθύτερη, ποιοτικότερη, κι αυθεντικότερη σχέση εγγύτητας.
Η συνεξαρτητική σχέση ανάμεσα σε αυτά τα “παιδιά-ενήλικες” και τους γονείς τους εκφράζεται, από την μια μέσα από την επιδίωξή τους να επεκτείνουν την συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της οικογένειας καταγωγής τους. Με αυτόν τον τρόπο, ζητούν μέσα απ’ την παραμονή τους στην επιχείρηση της οικογένειας να γίνουν τα «αγαπημένα παιδιά» των γονιών τους. Γονιών που μη έχοντας κατακτήσει με επιτυχία τις προσωπικές τους εξελικτικές φάσεις , έχουν διάχυτα κι ασαφή ενδοψυχικά όρια. Επειδή δηλαδή δεν «χόρτασαν» την δική τους παιδική ηλικία, παραμένουν καθηλωμένοι σε ανώριμα ψυχικά στάδια απ’ τα οποία είναι αδύνατον υγιώς να προσφέρουν και να προσφερθούν ολοκληρωμένα στα παιδιά τους. Αντίθετα, συνήθως παίρνουν τον ρόλο του «πεινασμένου παιδιού» δημιουργώντας γονεοποιημένα και εξίσου «πεινασμένα παιδιά». Τα δικά τους παιδιά.
Σ’ αυτό το μπερδεμένο διασχεσιακό κλίμα αντιφατικών, υπόγειων και άρρητων απαιτήσεων, οι νέοι ζητάνε να αδράξουν την ευκαιρία να ενσωματωθούν –αυτήν την φορά με μεγαλύτερη επιτυχία- στο κλίμα μιας οικογενειακής συνεκτικότητας, που υπόσχεται μεν την αναγνώριση και την αποδοχή, φιμώνοντας όμως το δικαίωμα στη αυτοτέλεια.
Από την άλλη, τα ενήλικα παιδιά μη έχοντας επίγνωση των αληθινών τους εσώτερων κινήτρων, τελικά δεν διεκδικούν τις πραγματικές «παιδικές» τους ανάγκες, αλλά απορροφώνται ασφυκτικά από ένα περιβάλλον δίχως ξεκάθαρα όρια, αιτήματα, ανοχές και προϋποθέσεις εγγύτητας.
Το αποτέλεσμα είναι να βλέπουν ως μοναδική διέξοδο, είτε την θυσία της ελευθερίας τους, όταν επιλέγουν ενοχικά να παραμένουν στην επιχείρηση, είτε την κατάθλιψη, και την αποσιωπημένη οργή, που εκφράζεται είτε με ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, είτε με την αμφιθυμία για επίγνωση και διεκδίκηση ενός αυτοτελούς προσωπικού επαγγελματικού και υπαρξιακού δρόμου. Ενός προσωπικού χάρτη ζωής.
Σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατον κανείς να εμπεριέξει το κενό της αγάπης, της αρχετυπικής αγάπης που αναμένεται παραδοσιακά από τους γονείς.
Στην ψυχοθεραπεία οι νέοι πληγωμένοι ενήλικες ζητάνε κάποιος να τους καθρεφτίσει με σαφήνεια τις ψυχικές τους πληγές, τις ατελέσφορες διαπροσωπικές τους εμπλοκές, και την δυσλειτουργικότητα των ανορίοτων σχέσεων. Στην συνέχεια, μέσα από την ατομική και την ομαδική ψυχοθεραπεία, ως θεραπευόμενοι αναζητούν και βρίσκουν πρότυπα υγιούς οριοθετημένης σχέσης, επεξεργάζονται τα συναισθήματά τους, και ανακαλύπτουν τον ξεχασμένο δρόμο της προσωπικής τους βούλησης, αυτοδυναμίας και αυτενέργειας, που θα τους οδηγήσει με ορατά βήματα σε μια πιο ικανοποιητική εγκαθίδρυση δεσμών, εντός και εκτός της οικογένειας καταγωγής τους.
Μόλις τα κενά της εμπιστοσύνης, της ασφάλειας και της προοπτικής γεμίσουν επαρκώς -και όχι υποχρεωτικά από τους φυσικούς γονείς, όπως αρχετυπικά αναμένται- τότε το άτομο συνήθως είναι σε θέση να αποχωρήσει από την οικογενειακή επιχείρηση αναζητώντας την περαιτέρω ενηλικίωση του σε άλλα εργασιακά περιβάλλοντα και πιο ικανοποιητικές σχέσεις. Η, εφόσον είναι θεμιτό, να διεκδικήσει μια καινούργια, αλλά όχι συνεξαρτητική, με σαφείς αποστάσεις, ρόλους και όρια θέση στην οικογένεια της καταγωγής του.
Διαβάστε επίσης: «Εγώ θυσιάστηκα για σένα!…»: The mission impossible