Η Κ. μες τις συνεδρίες συνεχώς κατηγορούσε την μάνα της. Αυτή πάντα έφταιγε για όλα! Για την ανταγωνιστική τους σχέση, για την χαμηλή της αυτοεικόνα, για την συνεχή της ανάγκη να της απολογείται ακόμα για όσα δεν έφταιξε. Για τις αποτυχημένες της σχέσεις με τους άνδρες. Για την ανασφάλεια της να μείνει μόνη. Για την εμμονή της να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα.
Όταν πιάσαμε το νήμα των διαγενεακών σχέσεων, και μέσα απ’ την αναδρομή της στις προηγούμενες γενιές της οικογένειας με έφερε σε επαφή με τον τρόπο που οι γυναίκες συνδέονταν μεταξύ τους, μαζί ανακαλύψαμε πως «το μοτίβο της ορφάνιας» είχε διαποτίσει το πέρασμα από την μια στην άλλη γενιά των γυναικών.
Η γιαγιά της, ήταν το αλύτρωτο και αδικαίωτο «θύμα» μιας γενιάς που οι γυναίκες ήταν φυσικό ελέγχονται παρά να ελέγχουν. Η μάνα της –κόρη της γιαγιάς της- ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη-υπερασπιστή της «καημένης» της μάνας της, μένοντας όμως έτσι αξεδίψαστη από τον δικό της ρόλο ως κόρη.
Μια μάνα ορφανή από τα γεννοφάσκια της –αν και η φυσική της μητέρα ζούσε πάντα κοντά της- ένιωσε από νωρίς, και χωρίς να ξέρει το γιατί, την ανάγκη να πενθεί την απουσία της δική της μάνας (γιαγιάς της Κ.), με το πρόσχημα της αρρώστιας (δέκα χρόνια πριν πεθάνει η γιαγιά της Α. έπασχε από καρκίνο). Η μαμά της Κ. συνέχισε να πενθεί την μάνα που ποτέ δεν γνώρισε, αρκετά χρόνια και μετά τον φυσκό της θάνατο.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό της η Κ. αναρωτιέται γιατί δεν μπορεί να ξεκολλήσει από την δική της μητέρα. Επωμίζοντάς της αδιάκριτα την ευθύνη για όλες τις προσωπικές της ανεπάρκειες στην πραγματικότητα αρνείται να μεγαλώσει. Κάνει σχέσεις με άντρες που είναι σε θέση να τους χειρίζεται ώστε να έχει την ψευδαίσθηση του ελέγχου της ενδεχόμενης απώλειας, και των ταραγμένων κι αμφιθυμικών της συναισθημάτων. Της απώλειας που από μικρή βιώνει σε μόνιμη βάση. Της συνεξάρτησης που έχει την βάση της στην ασάφεια των αξεκαθάριστων ρόλων μέσα στην οικογένεια της καταγωγής της.
Μέχρι τώρα, παίρνοντας την σκυτάλη του μοτίβου της μητρικής ορφάνιας από την μητέρα της, η Κ., και ζώντας την βαθιά γενικευμένη αίσθηση του ανικανοποίητου, μέσα από τις εκρήξεις της οργής της προς την μάνα της, φωνάζει πως κουράστηκε να έχει τον ρόλο του γονεοποιημένου παιδιού της οικογένειας. Πως δεν θέλει άλλο να είναι η «μάνα» της δικής της μάνας. Διεκδικεί τόσα χρόνια τον ρόλο του παιδιού που ποτέ δικαιωματικά δεν την δόθηκε.
Ακόμα και σήμερα, κατηγορώντας σχεδόν μηχανικά την μητέρα της προσπαθεί με άκομψο κι άβολο τρόπο να «κλέψει» τον ρόλο του παιδιού της μάνας της, της κόρης μέσα στην οικογένεια που φύσει της ανήκει και τον δικαιούται. Είναι σαν να προσπαθεί έμμεσα να της πει: «αν εσύ μάνα τελικά φταις για όλα, όπως επίμονα χρόνια τώρα ισχυρίζομαι, τότε εγώ είμαι η κόρη σου, κι εσύ είσαι η μάνα μου..!».
Ίσως σιγα σιγά, αγγίζοντας τον βαθύτατο πόνο της ορφάνιας της, σταματήσει να διεκδικεί εκβιαστικά τον ρόλο της κόρης, υποχρεώνοντας με το στανιό της φυσική της μητέρα να μεγαλώσει. Παίρνοντας την ευθύνη του δικού της πόνου, ίσως σταδιακά η Κ. επιτρέψει στην μάνα της να αναλάβει κι εκείνη την ευθύνη της δικής της ορφάνιας διεκδικώντας την δική της ψυχική ενηλικίωση…
Δείτε επίσης: Το βόλεμα στο «λίγο» στοιχίζει πολύ