Πάντοτε, όπως και σήμερα, είναι αρκετοί οι άνθρωποι που αντικειμενικά δυσκολεύονται να πληρώσουν το κόστος της ψυχοθεραπείας.
Δεν έχουν επαρκείς πόρους και πραγματικά δεν μπορούν να στηρίξουν αυτό το εγχείρημα, αν και ειλικρινά το επιθυμούν.
Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των ανθρώπων που ζητούν ψυχοθεραπεία μπαίνουν στο γραφείο του ψυχολόγου με λανθάνοντα, δηλαδή ασαφή, ανεπίγνωστα και αξεκαθάριστα αιτήματα.
Διαβάστε ακόμη: Το σύμβολο του κόστους της ψυχοθεραπείας και τα σημαινόμενά του
Επειδή αυτά τα αδιευκρίνιστα θεραπευτικά αιτήματα («θέλω») εμπλέκονται τις περισσότερες φορές -άμεσα ή έμμεσα- στις ψυχικές-διαπροσωπικές δυσκολίες που οι υποψήφιοι φέρνουν για θεραπεία, παρεμβαίνουν ασυνείδητα στον τρόπο που τα συγκεκριμένα άτομα βλέπουν και διαχειρίζονται την διάθεσή τους να πληρώσουν το κόστος της ψυχοθεραπείας.
Στην πραγματικότητα, όταν διαπραγματεύονται το κόστος, αγγίζουν κι έμμεσα συζητούν για την αμφιθυμία τους να θεραπευτούν.
Κάθε αυτογνωστική μετακίνηση, ή αλλαγή προϋποθέτει κόστος. Κόστος κυρίως ενεργειακό και ψυχικό.
Αυτό είναι που αρνείται συνήθως να καταβάλει ο υποψήφιος θεραπευόμενος. Μόνο που δεν το γνωρίζει. Γι’ αυτό έρχεται στον θεραπευτή. Για να του το δείξει. Για να το μάθει. Απ΄την άλλη όμως δεν θα ήθελε ποτέ να μάθει την πραγματική αιτία της αμφιθυμίας του. Όταν επικρατεί όμως η ασυνείδητη άρνηση, τότε λέει «είναι πολλά τα λεφτά για μένα» και φεύγει. Μπορεί βέβαια πράγματι τα λεφτά να είναι πολλά για την τσέπη του, και να φεύγει γιατί δεν μπορεί να τα πληρώσει. Συνήθως όμως συμβαίνει το πρώτο.
Την ψυχική του αμφιθυμία συνήθως λοιπόν αυτός που «φλερτάρει» την ψυχοθεραπεία μπορεί να την αναγνωρίσει στο χρηματικό κόστος της, γιατί αυτό το κόστος είναι απτό, χειροπιαστό εύκολα εντοπίσιμο.
Προφασιζόμενος συνήθως –όχι τόσο στον θεραπευτή- αλλά στον ίδιο τον εαυτό του «αντικειμενική» δυσκολία, ή αδυναμία να ανταπεξέλθει οικονομικά, αρνείται ασυνείδητα να σηκώσει την ευθύνη της αμφιθυμίας, του φόβου, της άρνησής του να εμπλακεί σε μια διαδικασία που ενέχει τον «κίνδυνο» της δυναμικής του αλλαγής. Που θα τον μετατοπίσει ψυχικά, τον ίδιο αλλά και τις σχέσεις του.
Όταν ζητάει «να πληρώσει λίγο», είναι σα να λέει πως λίγο θα ήθελε να του κοστίσει ενδοψυχικά η βελτίωση της ζωής του. Λίγο να μετακινηθεί στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Λίγο να μεταμορφωθεί υπαρξιακά.
Ζητάει –αν είναι δυνατόν- λίγο να φοβηθεί, και λίγο να πονέσει καθώς καλείται να ωριμάσει ψυχικά.
Αν είχε επίγνωση των παραπάνω εσωτερικών του διεργασιών εντελώς διαφορετικά θα αντιμετώπιζε και την εντός του διαχείριση του κόστους της ψυχοθεραπείας. Στην εναρκτήρια συζήτηση με τον ψυχοθεραπευτή, αλλού θα έδινε την έμφαση, κι όχι στο οικονομικό.
Σ αυτήν την περίπτωση, το οικονομικό ζήτημα θα γινόταν ενσυνείδητα έναυσμα συζήτησης για την διαχείριση των αληθινών αμφιθυμιών, επιθυμιών και διλημμάτων του, πριν ξεκινήσει το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι…