Μάταια αναζητούν, στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής σχέσης, τα «πληγωμένα παιδιά» το «αίμα» των γονιών τους για να πάρουν «εκδίκηση» για τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας, προσδοκώντας με αυτόν τον τρόπο την ίαση της κακοποιητικής σχέσης με τους γονείς και τον εαυτό.
Το τραυματισμένο παιδί ακόμα ζωντανό, -παρόλες τις μεθοδικές στρατηγικές της λήθης που χρησιμοποίησε καθόλη την διάρκεια της ζωής του- ζητάει, με αφορμή την ψυχοθεραπεία, από την ενήλικη πλευρά του να το εντάξει στην παρούσα της ζωή, επιτρέποντάς του -αυτήν την φορά- να αρθρώσει τον λόγο που δεν αρθρώθηκε, και να μεταφέρει –μέσω του σώματος και του λόγου- τις συναισθηματικές εκφάνσεις του εαυτού που δεν εκφράστηκαν.
Μόνο τότε το σύνολο των αποσιωπηθέντων πλευρών της προσωπικότητας συν-χωρούνται (εμπεριέχονται αρμονικά), η ατελέσφορη υπεκφυγή του θυμού αποκαλύπτεται, και η φαντασίωση της ψυχικής αποκατάστασης του ατόμου ως αποτέλεσμα της ετεροχρονισμένης μετάνοιας των γονέων του, καταρρέει, δίνοντας την θέση της στην πραγματικότητα της ψυχο-πνευματικής αποκατάστασης του ενιαίου και ενοποιημένου εαυτού.