Ο «φόβος της αγάπης» μπορεί να αμβλυνθεί και, τέλος, να καταλυθεί μόνο εφόσον το υγιές κομμάτι ενός ανθρώπου επιθυμήσει πάρα πολύ να ταυτιστεί, να ενωθεί με την ισχυρή και υγιή εκείνη ψυχική οργανωτική αρχή που είναι συνώνυμη της αυθεντικής εκδοχής της Αγάπης (δηλ. της ανιδιοτελούς και άνευ όρων προσφοράς προς καθε πρόσωπο)…
Σ’ αυτήν την περίπτωση, και στον βαθμό που επιτυγχάνεται η νέα αυτή ταύτιση («νέος άνθρωπος»), το άτομο σταδιακά αποταυτίζεται από το πιο ανεπαρκές κομμάτι του εαυτού του.
Αυτό συμβαίνει, επειδή ακριβώς ο άνθρωπος αρχίζει να θυμάται και να συνειδητοποιεί –εμπειρικά, κι όχι θεωρητικά!- την ενότητά του με την πηγή της αυθεντικής Αγάπης.
Η παραπάνω εσωτερική οργανωτική αρχή στην οποία στοχεύουμε είναι, για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς, ο Ιησούς Χριστός. Ο εσωτερικός μας πόθος για πλήρη ένωσή μας με τον Χριστό καθρεφτίζει την βαθιά, πρωτόγονη, και ειλικρινή επιθυμία της ψυχής μας να συνδεθεί άρρηκτα και μόνιμα με το πιο υγιές και άτμητο εκείνο μέρος του εσωτερικού μας σύμπαντος.
Η ένωσή μας μ’αυτό μας το κομμάτι –το οποίο καθρεφτίζουμε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού-, εξαιτίας της συμπαγούς, αδιαστρέβλωτης, αδιάσπαστης και αυθεντικής του φύσης, σπάει τον φαύλο κύκλο του οικείου μας σχήματος:
«υπό όρους αγάπη → αίσθηση ελλειματικότητας → φόβος, ενοχή → επιθετικότητα στον εαυτό και τους άλλους → δυστυχία».
Μ’ αυτόν τον τρόπο αποκαθίσταται μέσα μας η έννοια της αυθεντικής αγάπης, με βιωματικό πια τρόπο. Ταυτόχρονα, βιώνουμε ψυχική πληρότητα κι ολοκλήρωση, αφού έχουμε αγγίξει το ψυχικό μας ζητούμενο, τον «εσωτερικό μας ουρανό», την αποκατάσταση της χαμένης πνευματικής μας ενότητας.
Ψυχική Επάρκεια & Αποκατάσταση
Ως αποτέλεσμα αυτής της βιωμένης πραγματικότητας, ο άνθρωπος ζει μια πρωτόγνωρη αίσθηση ψυχικής επάρκειας. Δεν χρειάζεται, δεν έχει καμία ανάγκη την «ασπίδα» του φόβου -και τα παράγωγά του, (δηλ. την αυτομομφή, την αμφιβολία, την δυσπιστία και την επιθετικότητα)-, για να «επιβιώσει» σ’έναν «απειλητικό» εσωτερικό κι εξωτερικό κόσμο.
Η εμπειρία αυτής της κατάστασης ενότητας, του μέχρι πρό τινος διασπασμένου εαυτού, δημιουργεί στο «νέο άνθρωπο» ένα βαθύ αίσθημα ασφάλειας.
Ο αναγεννημένος άνθρωπος θέλει –και είναι σε θέση πια- να γίνει όχι μόνο κοινωνός, αλλά και γενναιόδωρος χορηγός αυτής της Αγάπης σε όσους την χρειάζονται, αφού τώρα, ταυτισμένος με την πηγή της Αλήθειας, είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η «νέα» ψυχο-πνευματική του κατάσταση είναι η πρωτογενής κι αυθεντική του φύση:
η επάρκεια, η ενότητα, η προσφορά που δεν ζητά «τα της εαυτής».