Ανάμεσα στις πολλές στιγμές ευαλωτότητας κι ανασφάλειας που βίωσε κανείς στη ζωή του ξεχωρίζουν κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις τις οποίες συντάραξε ένα ανείπωτο και βαθύ αίσθημα απειλής.
Ο φόβος που συνόδεψε την απόπειρα ψυχικού χειρισμού αυτού του τραύματος στιγμάτισε το υποκείμενο, γιατί βιώθηκε σε ακραίο κι απειλητικό βαθμό σε πολύ πρώιμες φάσεις της ανάπτυξης του παιδιού, τότε που το «εγώ», ως υπό διαμόρφωση δομή της προσωπικότητας, δεν είχε ακόμα ολοκληρωτικά εξελιχθεί.
Η μνήμη αυτού του φόβου απουσιάζει, γιατί όταν βιώθηκε δεν υπήρχε ακόμα ο φορέας αυτής της λειτουργίας, δηλαδή το «εγώ». Το βίωμα όμως υπάρχει. Από τότε, ο φόβος γυρεύει επίμονα, και με όποιο τίμημα, να “κρυφτεί” από την συνείδηση, ώστε να μην διαρρήξει ανεπανόρθωτα της συνοχή της ψυχικής λειτουργικότητας του ατόμου.
Κατά την μετέπειτα εξέλιξη του, αυτός ο φόβος συχνά μεταμφιέζεται σε γενικευμένο άγχος, σε εμμονή, καταναγκαστική σκέψη & συμπεριφορά, ή σε φοβία (δηλ. στην παράλογη αποστροφή ή παρερμηνεία ενός κατά τ’ άλλα ελάχιστα απειλητικού αντικειμένου ή κατάστασης).
Έτσι, η αόρατη κι ασυνείδητη υπαρξιακή απειλή αντικειμενοποιείται, το πρόβλημα δηλαδή βιώνεται ως απτό -από τον άνθρωπο που υποφέρει- στο πρακτικά ακίνδυνο φοβικό αντικείμενο, ενώ, την ίδια στιγμή, ο πυρήνας της αληθινά ψυχοτραυματικής συνθήκης, ο οποίος επιφέρει όλη αυτήν την αγωνία, λανθάνει.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, το σύμπτωμα στοχοθετείται, ενώ η βαθιά πληγή υπεκφεύγει της συνειδητότητας του υποκειμένου.
Συνήθως, μετά από δέσμευση σε ενδελεχή και συνεπή ψυχοθεραπευτική εργασία, το αρχικό σύμπτωμα σταδιακά αποστοχοθετείται. Ο θεραπευόμενος μαθαίνει να επενδύει και να αποκτά επίγνωση των σχεσιακών και ενδοψυχικών δομών των πρώιμων φάσεων, αλλά και της σημερινής του ζωής, δίνοντας έμφαση στην σύνδεση των εξωτερικών γεγονότων με τα υποκειμενικά ψυχικά του βιώματα.
Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η υγιής και λειτουργική απαρτίωση της προσωπικής, «αντικειμενικής» του ιστορίας στο σύνολο των εσωτερικών του διαλόγων και τραυματικών καταγραφών.