Στα πρώτα παιδικά μας χρόνια ο ψυχικός οργανισμός δομείται με βάση τις εξωτερικές εικόνες των αγαπημένων & αναγκαίων για την επιβίωση μας προσώπων (γονείς – κηδεμόνες), τα οποία εσωτερικεύουμε, δηλαδή υιοθετούμε τα χαρακτηριστικά, τις στάσεις και τις συμπεριφορές αυτών των προσώπων, ταυτιζόμενοι μαζί τους.
Στηριζόμενος λοιπόν σ’ αυτήν την διαδιακασία εσωτερίκευσης ο αναπτυσσόμενος ψυχικός οργανισμός χτίζει αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «προσωπικότητα», ή αλλιώς «Εγώ».
Μ’ αυτή την «Εγωϊκή» δομή συνήθως τείνουμε να ταυτιζόμαστε για τα υπόλοιπα χρόνια της «ενήλικής» μας ζωής.
Αυτό το προσωπικό μας «Εγώ», διαμορφώθηκε στη βάση συγκεκριμένων προσώπων (μαμά, μπαμπάς, γιαγιά, παππούς, κ.λ.π.), τα οποία, με τη σειρά τους, «κουβαλάνε» εύθραυστα, τεμμαχισμένα, τραυματισμένα, ασθενή, κι ανολοκλήρωτα «Εγώ», κληρονομιά κι αυτά από σημαντικά πρόσωπα προηγούμενων γενεών, κ.ο.κ.
Έτσι, κι εμείς, απόγονοι των παραπάνω «τεμαχισμένων» ανθρώπων, συνήθως βιώνουμε την «προσωπικότητά» μας μέσα από τον προβληματικό τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους, μέσα από τις ασυνεπείς εκφράσεις του συναισθήματος & των συμπεριφορών μας. Βιώνουμε δηλαδή το «Εγώ» μας ως μια αλλοπρόσαλη και ασταθή οντότητα που μοιάζει να είναι ατελής, τραυματισμένη, και διασπασμένη σε κομμάτια.
Διαβάστε επίσης: Η απόφαση για ψυχοθεραπεία: Πως να επιλέξω τον πιο κατάλληλο ψυχολόγο – ψυχοθεραπευτή;
Επίσης, εξαιτίας της ταύτισής μας με αυτήν την ελλειμματική κι ανολοκλήρωτη ψυχική δομή (το «Εγώ») πολύ συχνά βιώνουμε συναισθήματα κενού, ματαίωσης, απουσίας νοήματος, έντονο ψυχικό πόνο, κουραστικά εσωτερικά διλήμματα, κι αναποφασιστικότητα.
Η βαθιά αίσθηση της ψυχικής μας ανεπάρκειας μας οδηγεί σε συναισθηματική ευαλωτότητα, κρίσεις ενοχής, οργής, κι επιθετικότητας, που, κατά περίπτωση, στρέφεται εναντίον των ατόμων με τα οποία σχετιζόμαστε, ή εναντίον αυτού που συνηθίζουμε να τον/ την αποκαλούμε «εαυτό» μας.