Πολλοί ψυχολόγοι τείνουν να θεωρούν αυτήν την εποχιακή έξαρση του φαινομένου της θλίψης, της κατάθλιψης, των συναισθηματικών εντάσεων, των κρίσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις σε γονείς-παιδιά και ανάμεσα στα ζευγάρια, ως αποτέλεσμα της εντεινόμενης μοναξιάς, της στέρησης δηλαδή –σε φυσικό & συναισθηματικό επίπεδο- της ανθρώπινης παρουσίας, που πολλοί ενήλικες & παιδιά βιώνουν πιο επώδυνα κατά την διάρκεια των γιορτών, μεταξύ των άλλων, και εξαιτίας των υψηλών συναισθηματικών προσδοκιών που πάντα συνοδεύουν το εορταστικό-οικογενειακό κλίμα των Χριστουγέννων.
Πράγματι, είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς αυτήν την πραγματικότητα:
Στις μέρες μας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν απειλητικά την μοναχικότητα τους, αλλά και την διαχείριση των σχέσεών τους, στο διάστημα αυτών των γιορτών.
Το αίτημά τους για φυσική, ψυχική, και κοινωνική συμμετοχή τους στις «κοντινές» τους σχέσεις μοιάζει να ματαιώνεται πιο οδυνηρά την περίοδο των Χριστουγέννων.
Αυτό όμως αποτελεί, κατά την γνώμη μου, την πιο επιδερμική πλευρά του φαινομένου που συζητάμε.
Το βασικό ζήτημα των ανθρώπων είναι ότι αυτές τις ημέρες βιώνουν μια αναπότρεπτη θλίψη, η οποία δεν σχετίζεται, ούτε με τις δύσκολες οικογενειακές και φιλικές τους σχέσεις, ούτε με την φυσική μοναξιά, ούτε με τις ματαιωμένες προσδοκίες για οικονομική και ευδαιμονιστική ευμάρεια.
Η εσωτερική αυτή κατήφεια πηγάζει από ένα βαθύ, εσωτερικό επίπεδο και συμβαίνει ως αποτέλεσμα της λανθασμένης στάσης που παίρνει η ψυχή, τόσο στις γιορτές, όσο και γενικά στην ζωή.
Ο πόνος και η θλίψη, η οικονομική κρίση, οι ψυχολογικές δυσκολίες στις σχέσεις, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, οι ασθένειες, οι καταστροφές, και οι πόλεμοι, είναι συνέπειες της ανθρώπινης αμαρτωλότητας, της στάσης δηλαδή του ανθρώπου που αν και αποστάτησε από τον Θεό Πατέρα του, και αποφάσισε «ερωτευμένος» με την ανωριμότητά του να αυτονομηθεί υπαρξιακά, δεν θέλει όμως να πληρώσει και το κόστος αυτής την ναρκισσιστικής ψευτο-αυτάρκειας κι απομόνωσης.
Η ορθόδοξη λειτουργική ζωή δεν κάνει καμία προσπάθεια να αποφύγει τον πόνο και την θλίψη –που είναι άμεσα αποτελέσματα της ανθρώπινης αποστασίας.
Αντίθετα, θέλει να βοηθήσει τον άνθρωπο να γνωρίσει πόσο βαθιά ο πόνος, που είναι εγκατεστημένος στην ψυχή του, τον επηρεάζει σε όλες του τις εκφάνσεις: την ψυχική, την σωματική, και την πνευματική.
Ο άνθρωπος όμως –ιδιαίτερα σήμερα, στο απόγειο του αυτοθαυμασμού των επιτευγμάτων του- δεν θέλει δει τον Χριστό κατάματα, γιατί φοβάται ότι εκεί, στο πρόσωπο Του Χριστού θα συναντήσει την προσωπική του ενοχή, και τον μεγάλο πόνο που αυτή η ενοχή του δημιουργεί στην ψυχή.
Κάθε ήμερα του χρόνου, και ιδιαίτερα στις γιορτές των Χριστουγέννων, κάνουμε τεράστια προσπάθεια να αρνηθούμε την πραγματική μας κατάντια, την σωματική και ψυχική μας ένδεια, να γλυκάνουμε την πίκρα μας, να «χρυσώσουμε το χάπι», με διάφορους προσωρινούς ευσεβιστικούς ή κοσμικά διασκεδαστικούς, εορταστικούς τρόπους.
Βαθιά μέσα μας όλοι γνωρίζουμε πως όταν συναντά κανείς τον Χριστό, έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπος με το χάσμα που τον χωρίζει από την πληρότητα της αγάπης, έρχεται δηλαδή πρόσωπο με πρόσωπο με τις εγγενείς ανεπάρκειες και αδυναμίες του.
Με άλλα λόγια συγκρίνοντας τον εαυτό μας με το αληθινό πρόσωπο του Χριστού, μαθαίνομε βιωματικά ποιοι στ αλήθεια είμαστε, ποιοι ακόμα δεν είμαστε, και ποιοι θέλουμε –ή δεν θέλουμε- να γίνουμε.
Αυτήν την γνώση, αυτήν την βασική επίγνωση και τον μεγάλο πόνο που συνεπάγεται, προσπαθεί ο σύγχρονος άνθρωπος και χριστιανός, πάση θυσία, να αποφύγει κατά την γιορτή της ενανθρωπίσεως του Θεού, πιέζοντας τον εαυτό του να χαρεί, να διασκεδάσει, χωρίς μέτρο να εξωτερικευτεί, θαμπωμένος από την υπερβολική και βαριά φορτωμένη διακόσμηση των δρόμων, των σπιτιών, με τα ολονύχτια «πάρτι» και το ατέλειωτο και ψυχαναγκαστικό φαγοπότι.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η ίδια η θλίψη, αλλά η επίμονη ανάγκη του ανθρώπου να την αποφύγει, σα να είναι κάτι «κακό». Και όσο ασυνείδητα την αποφεύγει, αυτή συσσωρεύεται και γιγαντώνεται σαν βράχος στην καρδιά μας, προκαλώντας πλήθος από ψυχοσωματικές ασθένειες, φόβους, κρίσεις, και αδιέξοδα.
Και η λύση δεν είναι η καταφυγή στην βεβιασμένη χαρά και διασκέδαση, αλλά η έντιμη βίωση της υπαρξιακής μοναξιάς κι ένδειάς μας, και η ολόψυχη εναπόθεσή της στα χέρια του θεού Πατέρα μας, μέσα από το πρόσωπο του Χριστού.